Ποια είναι η ορθόδοξη πνευματικότητα;
Ας έρθουμε τώρα στο πού θα θέλαμε να ανήκουμε, ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει η Εκκλησία μας για να μας δώσει μαρτυρία Ορθοδοξίας στο 21ον αιώνα. Η πνευματικότητα μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, έχει χαρακτήρα οντολογικό. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αγκαλιάζει ολόκληρο τον άνθρωπο στην ακαιρεότητά του, να μην μείνει τίποτα έξω από την πορεία του προς τον Θεό- ούτε τα συναισθήματα, ούτε οι επιθυμίες, ούτε το σώμα του. Κι όλα τα αγκαλιάζει με αγάπη και στοργή και βλέπει μέσα τους τη σφραγίδα της αγάπης και της σοφίας του Θεού. Εμείς δυστυχώς εγκλωβιζόμαστε σε ένα στοιχείο της ύπαρξής μας, γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να ανοιχτούμε στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο νεαρός που ζει μια ελευθεριάζουσα ζωή εγκλωβίζεται σε ένα στοιχείο, το σώμα. Ο γονέας που βιώνει την πνευματικότητα μόνο ψυχολογικά, εγκλωβίζεται κι αυτός σε ένα στοιχείο, τα συναισθήματά του. Τέλος αυτός που θέλει να αποκτήσει χαρίσματα για να είναι δυνατός, εγκλωβίζεται στις επιθυμίες του. Ο κίνδυνος του εγκλωβισμού υπάρχει παντού, όταν απουσιάζει από την πνευματικότητά μας αυτό το «οντολογικό στοιχείο» της ορθόδοξης προοπτικής.
Άλλο χαρακτηριστικό της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι ότι πραγματοποιείται εν Αγίω Πνεύματι. Αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος αγωνίζεται μεν το «πραγματικό αγώνα των αρετών» όπως λένε οι Άγιοι, αλλά ξέρει πως αυτό δεν είναι το τέρμα του δρόμου. Κι έτσι δήθεν και αποκτήσει κάποια αρετή δεν μπορεί να υπερηφανευτεί. Ο χριστιανός που εμφορείται από μια ορθόδοξη πνευματικότητα θυμάται τα λόγια του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ: «Δεν είναι οι αρετές ο σκοπός της ζωής, αλλά η απόκτηση του Αγίου πνεύματος». Και το πότε θα επισκιάσει το Άγιο Πνεύμα έναν άνθρωπο, ανήκει στην κρίση του Θεού, είναι δώρημα που πέμπεται άνωθεν.
Αυτό το τελευταίο, το ότι δηλ. η χάρις πέμπεται άνωθεν σε όποιον και όποτε Εκείνος κρίνει, το ξεχνάμε συχνά και συναντάμε έτσι πολλά παράξενα φαινόμενα: άνθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά το σκληρό αγώνα των αρετών αισθάνονται άσχημα επειδή δεν έχουν ουσιαστική σχέση με τον Θεό, και ενίοτε πέφτουν σε ζήλεια ή και φθόνο, όταν βλέπουν κάποιον δίπλα τους να αξιώνεται την χάρη του Θεού, αν και έχει καταβάλει λιγότερο κόπο από όσο οι ίδιοι. Και οι χριστιανοί έχουμε την τάση να μιμούμαστε τον μεγάλο αδερφό της παραβολής του ασώτου, και να σκεφτόμαστε ως εξής: γιατί ο Θεός να ευαρεστείται περισσότερο από το διπλανό μας που τόσα χρόνια δεν ήταν κοντά Του, και που έχει κάνει σαφώς λιγότερο αγώνα από εμάς;
Υπάρχει όμως και μια άλλη απάντηση, που αποτελεί και το τρίτο χαρακτηριστικό της ορθόδοξης πνευματικότητας : η αγάπη.
Κάποτε, αναφέρει το Γεροντικό, ένας αμελής μοναχός έφτασε στο τέλος της ζωής του και μαζεύτηκαν οι πατέρες την μονής στο προσκέφαλο του να κάνουν προσευχή. Παραξενεύτηκαν όμως διότι τον είδαν ειρηνικό κι έτσι τον ρώτησαν: «Αφού εσύ για μια ζωή ήσουν αμελής και δεν έκανες τα μοναχικά σου καθήκοντα που κάναμε εμείς- νηστείες, ακολουθίες, κ.λ.π- γιατί είσαι τόσο ειρηνικός;». «Συγχωρήστε με πατέρες», απάντησε, «είμαι ειρηνικός επειδή ποτέ μου δεν κατέκρινα». Η απάντηση λοιπόν στο γιατί ο Θεός επισκέπτεται κάποιους ανθρώπους μολονότι έχουν να επιδείξουν λιγότερο πνευματικό αγώνα από ότι εμείς, είναι ότι διέγνωσε στο βάθος της ψυχής τους την αγάπη.
Έλεγε ένας Αγιορείτης γέροντας στους αδελφούς της Μονής του: «Μη μου λέτε πόσες μετάνοιες κάνατε ή πόσο αυστηρές νηστείες κάνατε. Πέστε μου πόσο μπορείτε να καταλάβετε τον πόνο του ανθρώπου που σας επισκέπτεται. Πόσο μπορείτε να τον αλαφρώσετε και να του δείξετε το δρόμο για τον Θεό». Το κριτήριο για τον γέροντα αυτό ήταν η αγάπη. Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Μα καλά και η άσκηση; Τι γίνεται με την άσκηση για την οποία έχουμε διαβάσει και ακούσει;». Η άσκηση υπάρχει προκειμένου να καταστούμε ικανοί να αγαπήσουμε. Και η πιο δύσκολη άσκηση είναι η αγάπη του διπλανού μας. Είμαστε τόσο εγωιστές που δεν μπορούμε να αγαπήσουμε το πρόσωπο του άλλου που έχουμε απέναντί μας, κι έτσι χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τα μικρότερα, π.χ. τη νηστεία των τροφών. Το τέρμα και ο στόχος όμως είναι η αγάπη του διπλανού, η αγάπη του πραγματικού του προσώπου, όχι του προσώπου που θα θέλαμε να έχει . Το να αγαπήσεις τον διπλανό σου και να τον κάνεις να αισθανθεί ότι έχει αξία ως άνθρωπος, αποτελεί τη δυσκολότερη μορφή άσκησης. Το να συναντήσεις το πραγματικό πρόσωπο του άλλου δεν μπορεί να γίνει, χωρίς τις μικρές ασκήσεις καθημερινότητας που μας βάζει η Εκκλησία. Κι αυτό γιατί συνήθως εμείς δεν σχετιζόμαστε πραγματικά με αυτόν που έχουμε απέναντί μας, αλλά με αυτόν που θα θέλαμε να έχουμε. Για την ορθόδοξη πνευματικότητα συνεπώς, το κριτήριο δεν είναι η κατάνυξη, ούτε η εξαΰλωση, ούτε τα δάκρυα. Το κριτήριο είναι η αγάπη, κι όλα τα άλλα υπάρχουν για να υπηρετούν την αγάπη. Ας το διευκρινίσουμε αυτό με ένα παράδειγμα: Ενδέχεται κάποιος μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας ή μέσα από την βραδινή του προσευχή να καταλάβει πόσο αμαρτωλός είναι, και να έρθει σε κατάνυξη. Αυτό είναι μια ευλογία, ένα δώρο του Θεού. Αλλά αυτό το δώρο δεν του δόθηκε για να μείνει σε αυτόν. Δεν πρέπει η πνευματικότητά του να περιοριστεί στη προσευχή και στη λατρεία. Πρέπει να καταλάβει ότι αυτή η κατάνυξη είναι μέσο για την αγάπη του διπλανού. Πώς μπορεί κάποιος να αγαπήσει τον διπλανό του αν δεν κατανοήσει τη δική του προσωπική αθλιότητα, αν δεν βγει από την αυταπάτη πως αυτός ο ίδιος είναι ο πιο σπουδαίος στις σχέσεις του; Να λοιπόν τι χρειάζεται η κατάνυξη: να μας βοηθήσει να φτάσουμε στην αγάπη. Τελικά παρατηρούμε πως οι προκλήσεις των εκάστοτε εποχών αποβαίνουν ευεργετικές για την Εκκλησία μας, αφού την αναγκάζουν να διευκρινίσει σημεία της θεολογίας της και να αποτινάξει λάθη του παρελθόντος. Την βοηθούν να συνειδητοποιήσει πληρέστερα την δική της ταυτότητα. Γι’ αυτό ας είμαστε αισιόδοξοι παρά τις όποιες άσχημες εξελίξεις.
Τελειώνοντας ας επισημάνουμε με έμφαση ότι η μόνη αληθινή πνευματικότητα, αυτή που θα βάλει τον άνθρωπο στη Βασιλεία του Θεού, αυτή που θα αναδείξει την Ορθοδοξία τον 21ον αιώνα, είναι η πνευματικότητα της αγάπης.