Η παραβολή "Πλουσίου και Λαζάρου" και ο Άδης

Paravoli plousiou k ftwxou Lazarou ADHS

[...]

Το θέμα της παραβολής είναι η φιλαργυρία

Ας εξετάσουμε λοιπόν λεπτομερέστερα την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, ωφελούμενοι διπλά απ’ αυτήν. Αφ’ ενός, διδασκόμενοι από τα μηνύματα της παραβολής που αφορούν στον τρόπο της ζωής μας και την θεία δικαιοσύνη, και αφ’ ετέρου αντλώντας θεολογικά στοιχεία για την ψυχή, τον Άδη και την μετά θάνατον ζωή, ώστε να αποκρούσουμε τις αιρετικές διδασκαλίες που σχετίζονται με τα θέμα τα αυτά.

Ο Χριστός αναφέρει την παραβολή αυτή, ως συνέχεια της διδασκαλίας Του, περί καλής χρήσεως των επιγείων αγαθών. Λίγο ενωρίτερα τους είχε αναφέρει μια άλλη παραβολή, «του άδικου οικονόμου» (Λουκάς 16/ιστ: 1-13), όπου τους εξέθετε παραβολικώς, τα καλά αποτελέσματα που μπορούν να επακολουθήσουν από τη μετά φρονήσεως χρήση των παρόντων αγαθών, τα οποία στην ουσία δεν είναι δικά μας, αλλά παροχές του Θεού, και εμείς δεν είμαστε κύριοι και ιδιοκτήτες, αλλά απλοί χρήστες και διαχειριστές.

Το ακροατήριο που άκουγε το κήρυγμα του Ιησού, δεν απετελείτο μόνο από μαθητάς του Κυρίου, (Λουκάς 16/ιστ: 1), αλλά και από Φαρισαίους: «Ήκουον δε ταύτα πάντα οι Φαρισαίοι, φιλάργυροι υπάρχοντες, και εξεμυκτήριζαν αυτόν» (Λουκάς 16/ιστ: 14).

Ενώ λοιπόν προηγουμένως τους είχε εκθέσει τα καλά αποτελέσματα που επακολουθούν από την καλή χρήση και διαχείριση των επιγείων αγαθών με την παραβολή του Άδικου Οικονόμου, συνεχίζει με την παραβολή του άδικου οικονόμου, συνεχίζει με την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου τους δείχνει πόσον ολέθριες και τραγικές είναι οι συνέπειες της κακής χρήσης του πλούτου, και των υπολοίπων επιγείων αγαθών και θείων παροχών γενικότερα.

Αφορμή δε για κάτι τέτοιο, λαμβάνει από τους Φαρισαίους, που παρευρίσκοντο στο ακροατήριο, και για τους οποίους λέγει χαρακτηριστικά ο Ευαγγελιστής, ότι «ήταν φιλάργυροι».

Έτσι λοιπόν ξεκινά την παραβολή, η οποία αποτελείται από δύο σκηνές: Η πρώτη, εκτυλίσσεται επί της γης, (στίχοι 19 -22), και η δεύτερη στον Άδη (στίχοι 23 – 31).

Η επίγεια σκηνή, περιλαμβάνει τέσσερεις εικόνες:

1) Τη ζωή του Πλουσίου,   2) τη ζωή του πτωχού Λαζάρου,  3) τον θάνατο του δευτέρου, και  4) τον θάνατο του πρώτου.

Οι αντιθέσεις στον τρόπο ζωής του Πλουσίου και του Λαζάρου

Ας παρακολουθήσουμε όμως τις λεπτομέρειες, διαβάζοντας και σχολιάζοντας ταυτόχρονα το κείμενο, που υπενθυμίζουμε ότι αναφέρεται στο Λουκάς 16/ιστ: 19-31:

«Άνθρωπος δε τις, ην πλούσιος, και ενεδυδίσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς».

Ήταν λέγει ο Κύριος, ένας άνθρωπος πλούσιος, και αυτός ντυνόταν εξωτερικά με πορφύρα, ένα πανάκριβο ρούχο κόκκινου χρώματος και εσωτερικά με βύσσον, δηλαδή έναν πολυτελή λευκό χιτώνα από Αιγυπτιακό λινάρι. Με άλλα λόγια, όπως θα λέγαμε σήμερα, ντυνόταν με τα ακριβότερα, και ωραιότερα, και πολυτελέστερα ρούχα.

Ο πλούτος του όμως, δεν αντικατοπτριζόταν μόνο στο ντύσιμό του, αλλά επεκτεινόταν και στον τρόπο που διασκέδαζε. Διότι «ευφραινόταν (λέγει) καθημερινά, με μεγαλοπρεπή και λαμπρά συμπόσια». Δηλαδή όπως θα έλεγε κάποιος, ο άνθρωπος αυτός, δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά ήξερε και να ζει και ήταν κοινωνικά καταξιωμένος.

Ας προσέξουμε, ότι ο Κύριος δεν μας λέει ότι ο πλούσιος αυτός απέκτησε τον πλούτο του με δόλο, ή με απάτες και κλοπές, ή με τοκογλυφία και με καταδυνάστευση άλλων. Ούτε μας λέει ότι ήταν μέθυσος, ή ότι παρέσυρε άλλους στη μέθη ή την ακολασία. Θέλει όμως να μας διδάξει, ότι είναι μεν δυνατόν κάποιος να έχει πλούτη που δεν τα απέκτησε με αδικίες, ή ακόμη και να ευφραίνεται κατά τρόπο νόμιμο και κοινωνικά αποδεκτό, και εν τούτοις να αποκλειστεί της Βασιλείας. Διότι, αν και το να τρώγει κανείς  καλά και να ντύνεται καλά, μέχρι κάποιον βαθμό είναι νόμιμα, εν τούτοις τα πλούτη και η απόλαυση είναι πολύ μεγάλοι πειρασμοί, διότι ωθούν τον άνθρωπο στην πολυτέλεια, στη δουλεία της σάρκας, στη λήθη του Θεού, (μια και δεν αισθάνεται ότι Τον έχει ανάγκη), στην αλαζονεία, στην επιδεικτική προβολή του πλούτου, στην κοιλιοδουλεία, και πολλά άλλα κακά και πάθη.

Ταυτόχρονα όμως, με μια τέτοια ζωή, ο άνθρωπος σπρώχνεται στην φιλαυτία, και στον εγωκεντρισμό, προς χάριν της προσωπικής εφήμερης καλοπέρασης, και ακολούθως στη σκληρότητα, την ασπλαχνία και την αδιαφορία για τον πλησίον, οι οποίες και προκαλούν την οργή του Θεού.

Ποιο ήταν το όνομα του Πλουσίου;

Είναι όμως καιρός να προχωρήσουμε στο δεύτερο πρόσωπο της παραβολής, στον πτωχό, διαβάζοντας τους στίχους 20, 21:

«Πτωχός δε τις, ονόματι Λάζαρος, ως εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι από των πιπτώντων από της τραπέζης του Πλουσίου».

Ήταν λέγει και κάποιος φτωχός, που τον έλεγαν Λάζαρο, και ο οποίος ήταν ριγμένος κοντά στην εξώπορτα του Πλουσίου, γεμάτος από πληγές, και ο οποίος επιθυμούσε να χορτασθεί, από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του Πλουσίου.

Αρχίζει λοιπόν ο Κύριος να εξιστορεί και τη ζωή του Πτωχού, αναφέροντας πρώτα το όνομά του. Τον έλεγαν (λέει) Λάζαρο.

Αλήθεια, γιατί άραγε δεν αναφέρει και το όνομα του Πλουσίου; Ας ακούσουμε τον Ιερό Χρυσόστομο να θέτει το ερώτημα, και ταυτόχρονα να μας δίδει και την απάντηση:

«Και πού είναι το όνομα του πλουσίου; Πουθενά! Πόσος πλούτος! Εν τούτοις, ούτε το όνομά του διασώζεται! Και τι είδους πλούτος είναι αυτός; Μοιάζει ο πλούσιος με δένδρο που είναι στολισμένο με φύλλα, αλλά στερημένο από καρπούς. Και ενώ μεν η Δρυς, που εκτείνεται καθ’ ύψος, στα άλογα ζώα παρέχει για τροφή τα βαλανίδια, ο άνθρωπος δεν παρέχει καρπόν για τον συνάνθρωπό του. Και λέγει για τον Πλούσιο, ότι «εξωτερικά μεν καθημερινά ντυνόταν με πορφύρα», εσωτερικά όμως η ψυχή του ήταν αραχνιασμένη. Εξωτερικά μοσχοβολούσε αρώματα. Εσωτερικά όμως, ήταν γεμάτος δυσωδία. Έτρεφε και πάχαινε την δούλη σάρκα, ενώ την ψυχή που είναι η δέσποινα και κυρία του σώματος, την άφηνε να φθείρεται και να λοιμοκτονεί. Δεν κρίνεται λοιπόν ο πλούσιος άξιος από τον Θεό να μνημονεύεται ονομαστικώς, διότι δια τους πονηρούς ο Κύρος λέγει: «Ου μη μνησθώ των ονομάτων αυτών δια των χειλέων μου». [Ψαλμός 16/ιστ (15/ιε κατά τους Ο΄), στίχος 4ος] Αντίθετα το όνομα του πτωχού διασώζεται, διότι άλλωστε, τα ονόματα των δικαίων είναι καταγεγραμμένα εν τους ουρανοίς, ή στο βιβλίο της ζωής, όπως αλλού λέγει η Γραφή».

Το γιατί ο Κύριος προτίμησε το όνομα «Λάζαρος» για τον πτωχό, ίσως είναι επειδή σημαίνει: «Ο Θεός είναι βοηθός μου», προερχόμενο από το Εβραϊκό Ελεάζαρ.

Οι αντιθέσεις της ζωής και το σφάλμα του Πλουσίου

Ο πτωχός Λάζαρος της παραβολής, βρισκόταν κοντά στην εξώπορτα του Πλουσίου πεινασμένος και γεμάτος πληγές. Ας προσέξουμε, ότι ο Κύριος δεν είπε ότι πήγε εκεί μόνος του, αλλά «εβέβλητο εκεί», δηλαδή τον έσυραν και τον έριξαν εκεί άλλοι, δηλώνοντας ότι ούτε αυτό δεν είχε τη δύναμη να κάνει. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο πτωχός, αλλά και άρρωστος. Και όχι απλώς άρρωστος, αλλά μάλιστα γεμάτος πληγές. Αλλά και ότι τον έριξαν εκεί άλλοι, δείχνει ότι τον είχαν πετάξει εκεί ως φορτίο, από το οποίο έσπευδαν να απαλλαγούν.

Δεν μπορούμε λοιπόν, να μη σημειώσουμε δύο πράγματα: Αφ’ ενός, ότι η παρουσία του Λάζαρου κοντά στην Πλούσιο δίνει στον τελευταίο την σπάνια ευκαιρία «να αποκτήσει φίλους εκ του μαμμωνά της αδικίας», όπως ο Χριστός είχε προαναφέρει στην παραβολή του άδικου Οικονόμου (Λουκάς 16/ιστ: 9). Αφ’ ετέρου, δεν μπορούμε να μη σταθούμε να θαυμάσουμε την γαλήνια υπομονή και την ευσέβεια του Λαζάρου, που ήταν γεμάτος ανεξικακία. Και μαζί στις τόσες άλλες αρετές που ασφαλώς θα είχε, αναφέρουμε και αυτές, διότι ο Κύριος δεν αναφέρει πουθενά ότι μνησικακούσε, ή ότι φθονούσε τον Πλούσιο, ή ακόμη ότι εβλασφήμισε τον Θεό για τα πολλά και φοβερά δεινά που τον είχαν βρει, αλλά αγόγγυστα με καρτερικότητα και πίστη, τα υπέμεινε στερούμενος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Παρατηρούμε λοιπόν τις έντονες αντιθέσεις που προβάλλει ο Χριστός ανάμεσα στον Πλούσιο και στον Λάζαρο. Στον πλούτο του ενός, αντιπαραθέτει την πτωχεία του άλλου. Στην πορφύρα και τον βύσσο, την γυμνότητα. Μια και οι πληγές του ακόμα, έμεναν ακάλυπτες και εκτεθειμένες στα σκυλιά. Στην θαλπωρή της οικίας, το ψύχος του δρόμου. Στα μαλακά καθίσματα του Πλουσίου, η γη για τον άρρωστο Λάζαρο. Στην καθημερινή ευφροσύνη, οι πόνοι και η θλίψη. Στα πολυτελή τραπέζια, η πείνα και η στέρηση. Στη δόξα και την φήμη, η αφάνεια, μάλλον δε, η Κοινωνική απόρριψη. Στην εκλεκτή από κοσμική άποψη συντροφιά, η εγκατάλειψη από τους πάντες, και και η συντροφιά των σκύλων.

Πράγματι βαθύτατες οι αντιθέσεις, που δεν περιορίζονται μόνον εδώ. Εν τούτοις, ο Λάζαρος, ούτε εβλασφήμισε, ούτε κακολόγησε τον Πλούσιο, ούτε αγανάκτησε, ούτε κατέκρινε την απανθρωπιά, ούτε μέμφθηκε την πρόνοια του Θεού, αλλά με ανδρεία υπέμεινα αγόγγυστα τη δοκιμασία, που τελείωσε μαζί με την ζωή του.

Ας προσέξουμε λοιπόν, όσοι θρησκευόμαστε από κοντόφθαλμο και στείρο ωφελιμισμό, διότι η εύνοια του Θεού δεν εκδηλώνεται, ούτε συμβαδίζει με άνετη και πλουσιοπάροχη ζωή, αλλά μάλλον με θλίψεις και δοκιμασίες που τελειοποιούν τους πιστούς (Εβραίους 12/ιβ: 5-11).

Αντίθετα, πολλοί ασεβείς και αμαρτωλοί, «δεν είναι εν κόποις ως οι άλλοι άνθρωποι, ουδέ μαστιγώνονται μετά των λοιπών ανθρώπων» (Ψαλμός ογ: 5), όπως ακριβώς ο Πλούσιος της παραβολής, που ζούσε μια απροβλημάτιστη και ευτυχισμένη ζωή, απολαμβάνοντας υλικά αγαθά και τιμές και φίλους.

Η αντίθεση κατά τον θάνατο

Έφθασε όμως η στιγμή, να εγκαταλείψουν και οι δύο τον παρόντα κόσμο, και πρώτος από τους δύο, έφυγε ο πτωχός Λάζαρος. Ας διαβάσουμε τη συνέχεια της παραβολής:

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν. Και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων, εις τον κόλπον του Αβραάμ. Απέθανε δε και ο Πλούσιος, και ετάφη».

Συνέβη, (λέγει ο Ιησούς), να πεθάνει ο πτωχός. Και εδώ ακριβώς ο Κύρος μας λέει κάτι συγκλονιστικό, και συνάμα αποστομωτικό για τους αιρετικούς. Μας λέγει, ότι αυτός τότε, (δηλαδή όταν πέθανε), «Μετεφέρθη υπό των αγγέλων στον κόλπο του Αβραάμ». Φανερά λοιπόν μας λέγει, ότι αυτός, δηλαδή η υπόστασή του, η βάση της προσωπικότητάς του, ή απλούστερα όπως θα λέγαμε «η ψυχή του», επεβίωσε του βιολογικού θανάτου, και μάλιστα μετεφέρθη υπό των αγγέλων στον κόλπο του Αβραάμ. Είναι μια καταπληκτική μαρτυρία του Ιησού, για τα συμβαίνοντα κατά την ώρα του θανάτου των δικαίων. Άγγελοι έρχονται και μεταφέρουν την ψυχή, που μόλις έχει αποχωρισθεί από το σώμα, στον κόλπο του Αβραάμ.

Και για μεν τον Λάζαρο μας λέγει αυτά, αλλά παραλείπει το γεγονός της ταφής του σώματός του, (ια και θα ήταν ατημέλητη και πρόχειρη), ενώ για τον Πλούσιο, μας λέγει ότι «απέθανε δε και ο Πλούσιος και ετάφη», τονίζοντας έτσι τη μεγαλοπρεπή, και πολυτελή, και πομπώδη κηδεία που θα του έκαναν.

Τι όμως απέγινε με την ψυχή του;

Πριν δούμε την απάντηση που δίνει αμέσως μετά ο Ίδιος ο Χριστός, ας προσέξουμε ένα σύντομο σχόλιο του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου:

«Τον Λάζαρο, άγγελοι τότε τον μετέφεραν, εκείνου δε, (δηλαδή του Πλουσίου) την ψυχή, απαιτούσαν φοβερές δυνάμεις, ίσως απεσταλμένες επί τούτου».

Διότι κάτι τέτοιο είχε πει ο Κύριος σε μια άλλη παραβολή, όταν επρόκειτο να πεθάνει ένας άλλος άφρων πλούσιος: «Ταύτη τη νυκτί, (αυτή τη νύκτα), την ψυχή σου απαιτούσιν από σου» (Λουκάς 12/ιβ: 20). Ποιοι απαιτούσαν την ψυχή του άφρονος Πλουσίου; Προφανώς οι φοβερές αυτές δυνάμεις που αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος και συνεχίζει:

«Διότι δεν αναχωρεί αυτομάτως και από μόνη της η ψυχή προς εκείνη τη ζωή, ούτε είναι κάτι τέτοιο δυνατό. Διότι αν θέλουμε να πάμε από μια πόλη σε μια άλλη, έχουμε ανάγκη οδηγού. Πολλώ μάλλον, όταν η ψυχή χωρίζει από το σώμα, μεταβαίνει σε μια άλλη ζωή, έχει ανάγκη από αυτούς που θα την οδηγήσουν εκεί».

Μετά λοιπόν από το σχόλιο του Χρυσοστόμου, οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ότι τα πράγματα και για τους δύο αλλάζουν. Και ο μεν Λάζαρος, σαν τιμώμενο πρόσωπο μεταφέρεται υπό αγγέλων στον κόλπο του Αβραάμ, διότι αν και θα αρκούσε για την μεταφορά και ένας μόνον άγγελος, το πλήθος υποδηλώνει τιμητική συνοδεία, ο Πλούσιος όμως, (κατά την περιγραφή του Χριστού), περιορίζεται στις τιμές της ταφής, ενώ η ψυχή του, κακήν κακώς μεταφέρεται στον Άδη.

Τι ήταν ο «Κόλπος του Αβραάμ» κατά την Αγία Γραφή και τους Εβραίους;

Διαβάσαμε προηγουμένως, ότι ο Λάζαρος όταν απέθανε, μεταφέρθηκε υπό των αγγέλων «στον κόλπο του Αβραάμ». Άραγε, τι είναι ο Κόλπος του Αβραάμ;

Για να κατανοήσουμε αυτόν τον Εβραϊκό ιδιωματισμό, ας δούμε μερικά παράλληλα χωρία, και πρώτα απ’ όλα το 1/α: 18 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, περιγράφοντας την σχέση του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Πατέρα, μας λέγει ότι είναι «στον κόλπο του Πατρός». Αυτό προφανώς ισοδυναμεί, με το ότι ο Υιός μοιράζεται μια πολύ στενή σχέση ενότητας και αγάπης με τον Θεό Πατέρα.

Ένα άλλο παρόμοιο χωρίο, που προέρχεται πάλι από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, το 13/ιγ: 23, το οποίο λέγει: «Ην ανακείμενος εις εκ των μαθητών αυτού, εν τω κόλπω του Ιησού, ον ηγάπα ο Ιησούς». Δηλαδή ένας εκ των μαθητών, αυτός τον οποίο αγαπούσε περισσότερο ο Ιησούς, ήταν ακουμπισμένος στον κόλπο του Ιησού.

Ενώ λοιπόν κατά γράμμα η φράση: «κόλπος του Αβραάμ», σημαίνει την «αγκαλιά του Αβραάμ», η φράση αυτή, όπως προκύπτει και από τα παραδείγματα που αναφέραμε, δηλώνει τη στενή κοινωνία και σχέση, και μια θέση τιμής και ευνοίας. Με τη σημασία αυτή άλλωστε, χρησιμοποιείτο και από τους Ραββίνους, για να δηλώσει ακριβώς την σχέση κοινωνίας.

Λέγοντας λοιπόν ο Κύριος, ότι ο Λάζαρος μεταφέρθηκε υπό των αγγέλων στον κόλπο του Αβραάμ, υποδηλώνει ότι μεταφέρθηκε στον τόπο όπου ευρίσκετο και ο Αβραάμ, και μάλιστα ότι απολάμβανε μια σχέση κοινωνίας μαζί του, συνευφραινομενος και συναγαλλόμενος.

Είναι φανερό, ότι μια τέτοια θέση, ιδίως έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν οι Εβραίοι της εποχής εκείνης, ήταν ιδιαίτερα αξιοζήλευτη, δεδομένου ότι ήταν θέση ιδιαίτερης τιμής και ευνοίας, και θείας μακαριότητος.

Η Ιστορική μαρτυρία του Ιωσήπου για την Εβραϊκή πίστη στις ψυχές τού Άδη

Ήταν λοιπόν μύθος η παραβολή του Χριστού, για την μεταφορά της ψυχής του πτωχού στον κόλπο του Αβραάμ, και της ψυχής του Πλουσίου σε τόπο βασανισμού; Ήταν αποκύημα της φαντασίας του Χριστού, και φαντασιοπληξία, που σαν μόνο στόχο είχε τον συμβολισμό, όπως προσπαθούν να πείσουν κακόδοξα οι Θνητοψυχίτες; Ή μήπως ζωγράφιζε ανάγλυφα την πραγματικότητα που ακολουθεί τον θάνατο;

Πώς την άκουσαν οι Εβραίοι; Σαν μύθο; Σαν διανοητικό κατασκεύασμα της φαντασίας του Χριστού, απλώς και μόνο για τους τρομάξει; Μήπως ήταν κάτι πρωτάκουστο και άγνωστο γι’ αυτούς;

Για να δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά, ας δούμε μερικές μαρτυρίες της εποχής εκείνης: 

Ο Εβραίος Ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, αναφέρει στην Εβραϊκή ιστορία που συνέγραψε, ρητά, ότι οι Εβραίοι πλην των Σαδουκαίων, πίστευαν ότι οι δίκαιοι πηγαίνουν στον Άδη, σε τόπο φωτεινό, ονομαζόμενο «Κόλπο του Αβραάμ, οι δε ασεβείς σαπίζουν, σε τόπο «όπου ο σκώληξ αυτών δεν τελευτά, και το πυρ δεν σβέννηται» (Έκδοση Γουϊλιαμ Γουίνστον σελ. 637, 638).

Η μαρτυρία του Δ΄ Μακκαβαίων για την Εβραϊκή πίστη στις ψυχές του Άδη

Ας δούμε όμως και μια ανάλογη αναφορά, από το 4ο βιβλίο των Μακκαβαίων, όπου αναφέρεται το μαρτύριο 7 αδελφών, της μητέρας τους και του πνευματικού τους πατρός, Εβραίου Ιερέως ονόματι Ελεάζαρ, όταν τους υπέβαλε σε δεινά βασανιστήρια, ο υιός του Σελεύκου, ο Αντίοχος ο Επιφανής.

Αναφερόμαστε λοιπόν στην προ Χριστού εποχή, στους Ελληνιστικούς χρόνους:

«Οι γενναίοι και ευσεβείς αδελφοί, ενεθάρρυναν αλλήλους με τα εξής λόγια: “Μη φοβηθώμεν τον δοκούντα αποκταίνειν το σώμα. (Μη φοβηθούμε αυτόν που θανατώνει το σώμα). Μέγας γαρ ψυχής αγών και κίνδυνος εν αιωνίω βασάνω κείμενος, τοις παραβάσι την εντολήν του Θεού”». (Διότι είναι μέγας και ο αγών και ο κίνδυνος, να βρεθεί σε αιώνια βάσανα, η ψυχή εκείνων που παραβαίνουν την εντολή του Θεού). Χαρακτηριστική λοιπόν και σαφής λοιπόν η πίστη για τον αιώνιο βασανισμό των ψυχών των ασεβών μετά θάνατον.

Και συνεχίζουμε: «Ούτως γαρ θανώντας ημάς, Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ, υποδέξονται εις τους κόλπους αυτών, και πάντες οι πατέρες επαινέσουσι». (Διότι αν πεθάνουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μας υποδεχθούνε ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ στους κόλπους τους, και όλοι οι προαποθανώντες πατέρες θα μας επαινέσουν). (Δ΄ Μακκαβαίων 13/ιγ: 14-17).

Είναι ξεκάθαρη λοιπόν και σαφής η πίστη των Εβραίων στη μετά θάνατον μετάβαση της ψυχής, στους Κόλπους του Αβραάμ, ή σε τόπο βασάνων, όπως είπε ο Χριστός στην παραβολή. Και δεν την εκλαμβάνουν συμβολικά ως φανταστικό σχήμα, διότι δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουν σύμβολο, κάτι στο οποίο πίστευαν ακριβώς ως πραγματικότητα.

Μαρτυρίες τής Αγίας Γραφής περί ψυχής και Άδη

Χαρακτηριστικά όμως, και ανάλογα της παραβολής του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι και τα κεφάλαια β και γ του βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος. Αντιπροσωπευτικά διαβάζουμε τους στίχους 1-4, του 3ου κεφαλαίου του βιβλίου: «Δικαίων δε ψυχαί, εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος. Έδοξαν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι, και ελογίσθη κάκκωσις η έξοδος αυτών, και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα, οι δε, εισιν εν ειρήνη. Και γαρ, ενόψει ανθρώπων εάν κολασθώσιν, η ελπίς αυτών αθανασίας πλήρης». (Των δικαίων οι ψυχές βρίσκονται στα χέρια του Θεού και δεν πρόκειται να τις αγγίξει βάσανος. Φάνηκαν στα μάτια των αφρόνων ότι πέθαναν, και θεωρήθηκε ο θάνατός τους τιμωρία, και συντριβή η αναχώρισίς τους από αυτή τη ζωή. Ακριβώς όπως και ο θάνατος του Λαζάρου μέσα στην πείνα, τη στέρηση, τη μιζέρια και την αρρώστια. Αυτοί όμως ζουν ειρηνικά. Διότι έστω και αν φαίνεται στου ανθρώπους ότι τιμωρήθηκαν, το αποτέλεσμα της ελπίδας τους είναι πλήρες αθανασίας). (Σοφία Σολομώντος 3/γ: 1-4).

Όμως η ίδια ελπίδα και πίστη επικρατούσε και στην εποχή του Χριστού. Γι’ αυτό και ο Χριστός ήλεγξε τους Σαδδουκαίους, που μόνοι αυτοί δεν πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και στην Ανάσταση. «Σαδδουκαίοι μεν γαρ λέγουσιν μη είναι ανάστασιν, μήτε άγγελον, μήτε πνεύμα, (δηλαδή ασώματη ψυχή), Φαρισαίοι δε, ομολογούσιν τα αμφότερα (Πράξεις 23/κγ: 8). Και μάλιστα τους ήλεγξε ο Κύριος λέγοντάς τους: «Ουκ ανέγνωτε το ρηθέν υμίν υπό του Θεού λέγοντος: “Εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ, και ο Θεός Ισαάκ, και ο Θεός Ιακώβ”; Ουκ εσίν ο Θεός νεκρών, αλλά ζώντων» (Ματθαίος 22/κβ: 31,32).

Με άλλα λόγια, τους απεδείκνυε ότι ο Αβραάμ, και ο Ισαάκ, και ο Ιακώβ, δεν ήταν πεθαμένοι, διότι τότε θα συστηνόταν ο Θεός επικαλούμενος νεκρούς, αλλά αντίθετα οι πατριάρχες ήταν ζωντανοί. Ζωντανός επίσης ήταν ο Μωυσής, έστω και αν είχε σωματικά πεθάνει, όταν φάνηκε μαζί με τον προφήτη Ηλία στο όρος Θαβώρ, κατά την μεταμόρφωση του Σωτήρος και συνομιλούσαν. Δεν ήταν φαντασιοπληξία των μαθητών, ούτε οπτική απάτη, ούτε μαγικό τρυκ, διότι ο Θεός δεν χρησιμοποιεί τέτοια μέσα. Και δεν εξεπλάγησαν καθόλου οι μαθηταί, αλλά αντίθετα ο Πέτρος, πρότεινε να του φτιάξουν σκηνή για να μείνει. Ήταν λοιπόν σαφής και ορθή η αντίληψη των Εβραίων περί αθάνατης ψυχής, (όχι φύσει, αλλά Χάριτι Θεού), και βεβαίως η ίδια αντίληψη και διδασκαλία, εκηρύττετο και από τον Χριστό, αλλά και αργότερα από τους μαθητάς του.

Έτσι, στην προς Εβραίους επιστολή διαβάζουμε: «αλλά προσεληλύθατε Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερουσαλήμ επουρανίω, και μυριάσιν αγγέλων, πανηγύρει και εκκλησία πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων, και κριτή Θεώ πάντων, και πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων» (Εβραίους 12/ιβ: 22,23).

Στο χωρίο αυτό, ο ιερός συγγραφέας, κατονομάζει τις ασύγκριτες υπεροχές της Καινής Διαθήκης από την Παλαιά, και τις τιμές που απολαμβάνει όποιος συγκαταλέγεται ως μέτοχός της. Λέγει λοιπόν για όσους προσέρχονται στην Εκκλησία, ότι προσέρχονται στο όρος Σιών, στην επουράνια Ιερουσαλήμ που είναι η πόλη του Θεού του Ζώντος, και σε πανήγυρη μυριάδων αγγέλων, και σε Εκκλησία πρωτοτόκων, που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στους ουρανούς, και σε πνεύματα δικαίων τετελειωμένων». Αυτά δεν είναι άλλα, από τις ψυχές των δικαίων, που έχουν πεθάνει μεν σωματικά, ευρίσκονται όμως τελειωθέντες ως προς την αρετή, κοντά στον Θεό. «Πνεύματα δικαίων τελελειωμένων».

Αυτές λοιπόν οι ψυχές, με κύριο εκπρόσωπο τον πατέρα της πίστεως, τον πατριάρχη των Εβραίων τον Αβραάμ, υπεδέχθησαν την ψυχή του δικαίου Λαζάρου της παραβολής.

Ήταν ο Κύριος κήρυκας ειδωλολατρικών μύθων;

Εν τούτοις, αγνοώντας όλα αυτά οι Θνητοψυχίτες, και θέλοντας πάση θυσία να υποστηρίξουν την κακοδοξία τους, δεν διστάζουν να γκρεμίσουν όλο το θεολογικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζει ο Χριστός την παραβολή Του. Μάλιστα, ρητά λέγουν ότι αυτές οι αντιλήψεις και απόψεις περί Άδου, είναι Παγανιστικές και δεισιδαιμονικές. Αλλά κατ’ αυτόν τον τρόπο βλασφημούν, διότι αναπόφευκτα πρέπει να θεωρήσουν τον Ίδιο τον Κύριο σαν διδάσκαλο και κήρυκα ειδωλολατρικών και δαιμονικών δοξασιών.

Η διαφορά παραβολών και μύθων

Ποτέ όμως ο Κύριος δεν θα χρησιμοποιούσε μια παράδοση δαιμονόπληκτων ειδωλολατρών, για να κηρύξει τον Ευαγγελικό λόγο. Ούτε βεβαίως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μύθος η διήγηση της παραβολής, διότι ακριβώς παραβολή και μύθος, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο μύθος περιέχει στοιχεία που δεν σχετίζονται με την πραγματικότητα. Ενώ αντίθετα, η παραβολή αντλεί όλα της τα στοιχεία από την πραγματικότητα, και μόνον το σύνολό της ως ιστορία δεν έχει αναφορά κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο.

Έτσι για παράδειγμα, στην παραβολή του Καλού Ποιμένος, ο Ποιμήν, τα πρόβατα, η μάνδρα, οι λύκοι, οι βοσκοί, και όλα τα άλλα στοιχεία, είναι πραγματικά και όχι μυθικά. Μόνο η συγκεκριμένη ιστορία δεν θα ήταν πραγματικό γεγονός. Όλες οι παραβολές λοιπόν υφαίνονται από πραγματικά στοιχεία. Ο γεωργός, ο αμπελώνας, η δραχμή, ή το πρόβατο που χάθηκαν, ο δικαστής και η χήρα, το δίχτυ, το σινάπι, το αλεύρι, όλα τα στοιχεία των παραβολών είναι πραγματικά. Το μόνο που πιθανόν να μην έχει πραγματοποιηθεί, είναι η όλη ιστορία.

Πουθενά στις παραβολές του ο Κύριος δεν χρησιμοποίησε μυθικά ή ανύπαρκτα στοιχεία, όπως οι αρχαίες Ελληνικές ιστορίες ή τα παραμύθια. Δεν αναφέρθηκε ποτέ σε άλογα με φτερά, ούτε σε πουλιά με σιδερένια ράμφη και νύχια ή άλλα παρόμοια. Πώς λοιπόν λέγουν μερικοί, ότι οι ψυχές, ο Άδης ο τόπος βασάνων, και ο Κόλπος του Αβραάμ, είναι ανύπαρκτα και μυθικά, και μάλιστα προέρχονται από την ειδωλολατρεία και τους δαιμονικούς μύθους; Πώς αυθαιρετούν τόσο βάναυσα εναντίον της αληθείας; Τι στοιχεία, ή τι αποδείξεις προσκομίζουν; Απολύτως τίποτα! Απλώς, αυτή είναι η μόνη οδός και λύση, για να περισώσουν τις ψευδείς και βλάσφημες διδασκαλίες τους.

Τι συνέβη με την ψυχή τού πλουσίου

Αλλά τι άραγε συνέβη με την ψυχή του άσπλαχνου πλουσίου;

Αυτή βρέθηκε στον Άδη, και υπέφερε διαρκή και ασταμάτητα βάσανα και οδύνες. Όχι μόνο δεν τη συνόδευσαν τιμητικά άγγελοι, αλλά ούτε και την υποδέχθηκε ο Αβραάμ στον τόπο της ουρανίου τρυφής. Το γιατί, το αναλύει στη συνέχεια της παραβολής ο Ίδιος ο Ιησούς.

Ας αναζητήσουμε όμως προκαταβολικά την αιτία, συνδυάζοντας και την προηγούμενη παραβολή του Χριστού:

Ο Θεός, στέλνοντας τον πτωχό Λάζαρο στο σπίτι του πλουσίου, παρείχε στον πλούσιο μια σπάνια ευκαιρία: Να αποκτήσει έναν φίλο εκ του Μαμωνά της αδικίας, δηλαδή μέσω του πλούτου του. Διότι με τόσο πλούτο που είχε, τι θα ζημιωνόταν, αν έδινε και ένα κομμάτι ψωμί στον φτωχό Λάζαρο και τον περιποιόταν λιγάκι; Τόσο πολλά ξόδευε για το ντύσιμό του, αλλά ακόμη και για να παραθέτει πλούσια και πολυτελή δείπνα, επί καθημερινής βάσεως, στους πιθανότατα εξ’ ίσου πλούσιους φίλους του. Η ζημία του θα ήταν ευτελής, και ασήμαντη. Σχεδόν μηδενική. Το κέρδος του όμως τεράστιο. Διότι θα έκανε φίλο του τον Λάζαρο, και εκείνος με τη σειρά του, θα τον υποδεχόταν στην άλλη ζωή, στον τόπο που βρισκόταν, στον κόλπο του Αβραάμ. Διότι, αν εδώ μιλεί παραβολικά ο Κύριος, στον στίχο 9 δεν μιλεί καθόλου παραβολικά. Αλλά συνοψίζει το συμπέρασμα που εξάγεται από την παραβολή του άδικου, όμως συνετού οικονόμου, ο οποίος με ξένα χρήματα απέκτησε φίλους.

Λέγει λοιπόν τα εξής: «Κι εγώ υμίν λέγω, εαυτοίς ποιήσατε φίλους εκ τους Μαμμωνά της αδικίας. Ίνα όταν εκλείπει, δέξονται υμάς, εις τους αιωνίους σκηνάς». (Και εγώ σας λέγω, κάνετε στους εαυτούς σας φίλους, μέσω των χρημάτων, ούτως ώστε, όταν αυτά λείψουν, αυτοί σας οι φίλοι, να σας υποδεχθούν εις τις αιώνιες σκηνές). (Λουκάς 16/ιστ: 9).

Φανερά, ο Μαμμωνάς της αδικίας, είναι τα χρήματα, και γενικότερα όλα τα υλικά αγαθά που έχει επιτρέψει ο Θεός να διαχειριζόμαστε, και που δεν ανήκουν σ’ εμάς, αλλά σ’ εκείνον. Οι φίλοι που αποκτούμε με αυτά, είναι όλοι όσοι δέχονται απ’ αυτά ελεημοσύνη. Τα χρήματα εκλείπουν, δηλαδή παύουν να υπάρχουν για τον καθέναν από εμάς, όταν εγκαταλείπουμε τον παρόντα κόσμο.

Οι αιώνιες σκηνές

Ποιες είναι όμως οι «αιώνιες σκηνές», που αναφέρει ο Κύριος;

Ασφαλώς, ο τόπος που στη συνέχεια ονομάζει: «Κόλπο του Αβραάμ». Θα μπορούσε λοιπόν ο πλούσιος της παραβολής, χωρίς φανερή ζημία, να ελεούσε τον φτωχό Λάζαρο, και έτσι στον καιρό της εξόδου του, δηλαδή τότε που η ψυχή του θα εγκατέλειπε το σώμα του δια του θανάτου, θα είχε έναν φίλο, που θα την υποδεχόταν στις αιώνιες σκηνές, (στον κόλπο του Αβραάμ), και δεν θα πήγαινε έρημη και κακήν κακώς, στον τόπο των βασάνων.

Τονίζουμε για μια ακόμη φορά, ότι ο «Κόλπος του Αβραάμ», δεν είναι μια αφηρημένη και μυθική κατάσταση, όπως θα ήθελαν οι αιρετικοί, αλλά ο Ίδιος ο Κύριος, ακολουθώντας την ορθή (στο σημείο αυτό), Ιουδαϊκή παράδοση, τον συνδέει άμεσα με τις «αιώνιες σκηνές», μια φράση που της προσδίδει πραγματική έννοια, για να προσδιορίσει τον τόπο της αιωνίου μακαριότητος.

Ας δούμε όμως στον χρόνο που μας απομένει, και μερικά ακόμα στοιχεία της παραβολής:

Στη συνέχεια ο Ιησούς αναφέρει δύο συνδιαλέξεις: Μία για την τύχη του πλουσίου, (στίχοι 23-26), και μία για την τύχη των αδελφών του (στίχοι 27-31).

«Και εν τω Άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, (αφού σήκωσε τα μάτια του), υπάρχων εν βασάνοις, ορά, (βλέπει), Αβραάμ από μακρόθεν, και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (στίχος 23).

«Ο Πλούσιος λοιπόν από την τρυφή, οδηγήθηκε στην Κόλαση. Από την άνεση στα βάσανα. Από την δόξα, στην ατιμία. Από το φως στο σκοτάδι», (μας λέγει ο άγιος Κύριλλος). Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λέγοντας, ότι «όπως ενωρίτερα βασανιζόταν ο Λάζαρος, στην εξώπορτα του Πλουσίου, βλέποντας τα ξένα αγαθά, έτσι και τώρα, ο πλούσιος βασανιζόταν σκληρότερα, βλέποντας την τρυφή του Λαζάρου, ενώ ο ίδιος ευρισκόταν στον σκοτεινό και αφόρητο τόπο του Άδη.

Η αντιπαράθεση των καταστάσεων, κάνει την κόλαση και τα βάσανα πολύ χειρότερα και εντονότερα. Παρόμοια και ο Αδάμ, μετά την πτώση και την έξωσή του από τον Παράδεισο, καθόταν απέναντι του Παραδείσου, και κοιτώντας τι απώλεσε με την παρακοή, επέτεινε την απελπιστική του κατάσταση, και μεγάλωνε την λύπη του και τον ψυχικό του πόνο.

Φανερό είναι και στα λόγια αυτά του Χριστού, ότι η προσωπικότητα του ανθρώπου, (αυτό που αλλού ονομάζεται ψυχή), διατηρείται στο σύνολό της σε ύπαρξη, μετά τον σωματικό θάνατο, και μάλιστα κατά τρόπο τελείως παράδοξο, και εντελώς άγνωστο σ’ εμάς, διατηρεί τις αντιληπτικές της δυνάμεις, και κατά τρόπο ακατάληπτο, ευφραίνεται ή οδυνάται από τα βάσανα, αλλά και αντιλαμβάνεται, γνωρίζει, επικοινωνεί, σκέπτεται, θυμάται την επίγεια ζωή και τις λεπτομέρειές της, κλπ.

Βέβαια για να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε αυτό το μυστήριο, ο Κύριος χρησιμοποιεί ανθρωπομοφικές εκφράσεις για τις ανθρώπινες ψυχές, όπως για παράδειγμα λέγει, ότι ο πλούσιος σήκωσε τα μάτια του και είδε, ενώ πολύ καλά γνωρίζουμε ότι αυτά έλιωναν στον τάφο. Όμως αυτή, είναι κοινή πρακτική του Χριστού, όπως και των υπολοίπων θεοπνεύστων συγγραφέων, να χρησιμοποιούν ανθρωπομορφικές εκφράσεις, όχι μόνον για τις ψυχές, αλλά και για τις υπόλοιπες πνευματικές υπάρξεις, όπως είναι οι άγγελοι, ακόμα και για το υπέρτατο πνεύμα, τον Θεό, λέγοντας ότι ο Θεός έχει χέρια, δάκτυλα, στόμα, κλπ.

Αμετανοησία

Και φωνάζει ο Πλούσιος στην τραγική κατάσταση που βρίσκεται: «Και αυτός φωνήσας, είπεν: Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξει την γλώσσα μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (στίχος 24).

Αποκαλεί τον Αβραάμ «πατέρα», όπως και οι Φαρισαίοι. Από πού και ως πού; Αν ήταν πατέρας του, θα ποιούσε και τα έργα του Αβραάμ. (Ιωάννης 8/η: 39-41). Η οδύνη και η βάσανος ταλαιπωρούσε τον πλούσιο. Και μη έχοντας θάρρος να απευθυνθεί στον Λάζαρο, που προηγουμένως αποστρεφόταν και εβδελύττετο, ικετεύει τον Αβραάμ:

«Είπε δε Αβραάμ: Τέκνον, μνήσθιτι, ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νυν δε ώδε, παρακαλείται, συ δε ωδυνάσαι (στίχος 25).

Ας προσέξουμε, την αγία ψυχή τον Αβραάμ. Δεν του λέει: «Απάνθρωπε και άσπλαχνε, και ωμέ και παμπόνηρε…» αλλά τον αποκαλεί «τέκνο». Δεν του λέει: «Τώρα θυμήθηκες την φιλανθρωπία και τη συγνώμη;» Αλλά του αποκρίνεται με συμπάθεια. Ωστόσο, του υπενθυμίζει τη Θεία Δικαιοσύνη. Ας προσέξουμε ότι τον προσκαλεί να θυμηθεί τα γεγονότα της επιγείου ζωής. Η μνήμη, όχι μόνον δεν έχει εγκαταλείψει τις ψυχές, αλλά μάλλον λειτουργεί ταχύτερα και ακριβέστερα τώρα.

Στη συνέχεια ο πλούσιος, αφού βλέπει ότι δεν μπορεί να μεταβάλλει την κατάστασή του, δείχνει όψιμο ενδιαφέρον για τους αδελφούς του, που βρίσκονται στο πατρικό του σπίτι εν ζωή. Μ’ αυτά όμως τα λόγια, δείχνει ότι κι εκείνοι είναι ασεβείς, και αδιαφορούν για τον Θεό και περιπαίζουν τον λόγο Του. Μένουν ασυγκίνητοι και αδιάφοροι στις προειδοποιήσεις της Αγίας Γραφής, και επιδίδονται σε ανάλογα έργα, όπως και ο Πλούσιος.

Στην απάντηση του Αβραάμ, ότι έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ο δε είπεν; «Ουχί πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθεί προς αυτούς, μετανοήσουσιν» (στίχος 30). Παρατηρήστε, πώς παραμένει αδιόρθωτος, διότι η αίτησίς του, δηλώνει ότι δεν θεωρεί τον Θεό αρκούντως φιλάνθρωπο, ούτε σοφό, ώστε να επιλέξει τα κατάλληλα μέσα σωτηρίας. Παράλληλα όμως η αίτησή του αυτή, εμπεριέχει και το στοιχείο της προσωπικής δικαιολογίας, ότι δήθεν τα μέσα της διδασκαλίας και νουθεσίας που είχε, δεν ήταν αρκετά. Πίσω από την κολακευτική προσφώνηση «Πάτερ Αβραάμ», κρύβεται η άρνηση και η αντίρρηση, και η ένσταση στο Θείο Θέλημα.

Ο Αβραάμ όμως του λέγει, ότι «αν δεν ακούσουν τον Μωυσή και τους Προφήτες, ούτε κι αν κάποιος αναστηθεί εκ νεκρών θα πιστέψουν». Και αυτό το λέγει προφητικά ο Χριστός, διότι όταν ανέστησε λίγο προ του πάθους του τον φίλο του Λάζαρο, όχι μόνο δεν πίστεψαν οι Φαρισαίοι, αλλά αντίθετα ζητούσαν να σκοτώσουν και τον Χριστό και τον Λάζαρο. «Συνεβουλεύθησαν δε οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρο» (Ιωάννου 12/ιβ: 9-11).

Συνοψίζοντας λοιπόν, παρατηρούμε σαφώς, πως η γνήσια Χριστιανική διδασκαλία, και όπως εκφράζεται μέσα από την παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου ως ζώσα μετά τον θάνατο, και μάλιστα υποστασιάζοντας ολόκληρη την προσωπικότητα του ανθρώπου, και διατηρώντας όλες τις δυνάμεις αντιλήψεως, επικοινωνίας, μνήμης, κλπ.

Μ. Μαυροφοράκης

Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του. [Ομιλίες Νο 44 & 45, Νοε.1992]

(Πηγή: http://www.oodegr.com/oode/dogma/psyxika/plousios_lazaros_2.htm)


Εκτύπωση   Email