H παραβολή της ξηρανθείσης συκής

παραβολη«Από δε της συκής μάθετε την παραβολήν` όταν ήδη ο κλάδος αυτής γένηται απαλός και τα φύλλα εκφύη, γινώσκετε ότι εγγύς το θέρος` ούτω και υμείς όταν ίδητε ταύτα πάντα, γινώσκετε ότι εγγύς εστίν επί θύραις... Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος... Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται».
(Ματθαίου 24. 32, 33, 36, 42)

Κάτι που συχνά με εκπλήσσει κάθε φορά που διαβάζω ή κηρύσσω ορισμένα χωρία του Ευαγγελίου, είναι ότι παρουσιάζουν την Κρίση σαν χαρμόσυνη είδηση. «Μελλήσετε δε ακούειν πολέμους και ακοάς πολέμων` οράτε μη θροείσθε» (Ματθ. 24-6), «επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λουκά 21.28). Ακόμα και οι τελευταίες λέξεις στην Αποκάλυψη: «έρχου ταχύ, Κύριε Ιησού» που γράφτηκαν με ελπίδα και πολλή προσδοκία από την πρώτη Εκκλησία, ακούγονται απειλητικές από πολλούς, που δεν θα δίσταζαν να προσευχηθούν με τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου «ω Κύριε, ‘‘γενηθήτω το θέλημά Σου’’... αλλά όχι τώρα αμέσως». Για τους περισσότερους Χριστιανούς η σκέψη και μόνο της κρίσης του Θεού προξενεί τρόμο. Σκέπτονται την πιθανή καταδίκη κι όχι το θρίαμβο της δικαιοσύνης και του Θεού (Ματθ. 12-20).

Πολύ λίγοι θα μπορούσαν να κάνουν προσευχή τους την προσευχή κάποιου νέου: «Κύριε, σ’ αγαπώ. Αν ο Θρίαμβός Σου σημαίνει την καταστροφή μου, ας αφανιστώ εγώ, αλλά ας έρθει η Βασιλεία Σου!» Ξεχνάμε πολύ εύκολα την υπόσχεση του Χριστού: «Ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». Τα λόγια αυτά δεν μας δημιουργούν το αίσθημα της νίκης, γιατί δεν είμαστε ολόψυχα δοσμένοι ούτε στη λαχτάρα για το θρίαμβο του Θεού –όσο κι αν κοστίζει– ούτε στην πίστη μας. Ακόμα και τα τόσο γνωστά λόγια: «πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τη απιστία» συχνά δεν αγγίζουν πολλούς από μας.

Παρ’ όλα αυτά η Κρίση ε ί ν α ι χαρμόσυνη είδηση. Κρύβει την υπόσχεση ότι ο Κύριος θα ΄ρθεί και θα περιμαζέψει τα τέκνα Του και ο πόνος δεν θα υπάρξει πια και το κακό θα σβήσει. Αλλά η Κρίση είναι χαρμόσυνη είδηση και μ’ έναν άλλο, περισσότερο απροσδόκητο τρόπο. Από την Αγία Γραφή γίνεται φανερό ότι δεν θα κριθούμε σύμφωνα με ανθρώπινα δεδομένα. Το μέτρο με το οποίο θα κριθούμε θα είναι η απόλυτη και αδυσώπητη δήλωση του Θεού ότι μόνο η αγάπη μετράει και μάλιστα μια αγάπη ολοκληρωτική και αψεγάδιαστη (Ιακώβου 2).

Συχνά η απαίτηση αυτή μας φαίνεται πολύ βαριά να τη σηκώσουμε: «Κύριε, τις άρα δύναται σωθήναι;» αναφωνεί ο Πέτρος. «Παρά ανθρώποις τούτο αδύνατον εστί, παρά δε Θεώ πάντα δυνατά εστι», απαντά ο Κύριος (Ματθ. 19.25). Η ίδια η κλίμακα των απαιτήσεων του Θεού –υπεράνθρωπη καθώς είναι– μαρτυρεί το γεγονός ότι η κλήση μας είναι να γίνουμε «καθ’ ομοίωσιν Θεού» και τίποτε λιγότερο απ’ αυτό δεν είναι αντάξιο του ανθρώπου. Κατά έναν παράξενο τρόπο αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από την ιστορία που διηγείται ο Ματθαίος (22.15-22) σχετικά με το φόρο υποτελείας στον Καίσαρα: «έξεστι δούναι κήνσον Καίσαρι ή ου;» Η ερώτηση αυτή φαίνεται να αφορά τα πολιτικά δικαιώματα και την κοινωνική ευθύνη των μαθητών του Χριστού. Αλλ’ όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό, όπως ένας σύγχρονος θεολόγος το εξηγεί: «τι με πειράζετε, υποκριταί; Επιδείξατέ μοι το νόμισμα του κήνσου. Οι δε προσήνεγκον αυτώ δηνάριον` και λέγει αυτοίς` τίνος η εικών αύτη και η επιγραφή; Λέγουσι αυτώ Καίσαρος. Τότε λέγει αυτοίς` απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Ό,τι έχει την εικόνα του Καίσαρα είναι δικό του, ό,τι έχει την εικόνα του Θεού ανήκει σ’ Αυτόν. Δώσε στον καθένα ό,τι του ανήκει. Τα χρήματα σ’ αυτόν που τα έκοψε και τα χάραξε με τη σφραγίδα του, αλλά ολόκληρο τον εαυτό σου σ΄ Εκείνον του οποίου η εικόνα είναι τυπωμένη πάνω σου. Ανήκετε στο Θεό τόσο ολοκληρωτικά όσο ο κήνσος ανήκει στον Καίσαρα.

Θα πρέπει να ευρύνουμε πάρα πολύ το οπτικό πεδίο μας για να πιάσουμε όλη την έκταση των παραβολών του Χριστού σχετικά με την Κρίση. Δεν ασχολούνται τόσο με το τι κάνουμε όσο με το τι ε ί μ α σ τ ε. Στο κέντρο της Κρίσης υπάρχει η πίστη. Μήπως ο ίδιος ο Κύριος δεν λέει: «αυτός που πιστεύει θα σωθεί»; Αλλά εννοεί μια πίστη πολύ πολύ μεγαλύτερη απ’ οποιαδήποτε έχουμε συνηθίσει εμείς: «σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει` εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι` γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς` όφεις αρούσι` καν θανάσιμόν τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει` επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι, και καλώς έξουσιν» (Μάρκου 16.17-18).

Αλλά αν όλα αυτά είναι εντελώς και κατά γράμμα αληθινά, ποιος θα μπορέσει να σταθεί μπροστά στον κριτή Θεό; Κανείς, πραγματικά, αν η δικαιοσύνη αποδοθεί σύμφωνα με τους ανθρώπινους κανόνες ανταπόδοσης. Αλλά «παράκλητον έχομεν προς τον πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον` και αυτός ιλασμός εστι περί των αμαρτιών ημών». Αυτόν ο οποίος λέει «ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιωάνν. 12.47). Μπροστά σε ποιον, λοιπόν, θα σταθούμε; Ποιος θα μας καταδικάσει; Δυο είναι οι μάρτυρες που θα καταθέσουν εναντίον μας τη μέρα της Κρίσης: η συνείδησή μας και ο Λόγος του Θεού. Το Ευαγγέλιο λέει: «ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη και εις φυλακήν βληθήση` αμήν λέγω σοι ου μη εξέλθης έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράντην».

Οι Πατέρες συχνά ταυτίζουν αυτόν τον αντίδικο με τη συνείδησή μας, τη φυσική και την από το Θεό δοσμένη γνώση του καλού και του κακού για την οποία ο Παύλος μιλάει στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίας αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων – εν ημέρα ότε κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιόν μου δια Ιησού Χριστού».

Ένας άλλος μηνυτής μας θα είναι ο λόγος του Θεού: «ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα», ο λόγος αυτός που είναι: «η αλήθεια και η ζωή», στον οποίο όλο το είναι μας ανταποκρίνεται και που μπορεί να μας ζωογονήσει, αλλ’ όμως εμείς, τόσο επιπόλαια απορρίπτουμε. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ»; Λένε οι μαθητές καθώς γυρίζουν από την Εμμαούς. Και όμως πόσο συχνά δεν χρειάζεται ο Χριστός να μας πει με πόνο: «το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως` ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα».

επισκόπου Anthony Bloom, Πορεία και Συνάντηση, Εκδ. Ακρίτας

 


Εκτύπωση   Email