Διάλογος και ψυχική επαφή: Τι είναι αυτό; (α΄ μέρος)

ΕφηβειαΚλαίρ, 18 χρόνων: «Οι ενήλικοι...  Τα όνειρα τους είναι σβησμένα, δεν πραγματοποιούνται πια. Ο λόγος τους με φοβίζει γιατί πολύ συχνά μιλά το μυαλό τους αντί για την καρδιά, και η καρδιά τους όταν ξεσπάει δεν ξέρει από μέτρο. Βλέπω πολλούς ενήλικες που μοιάζουν με κουρασμένους εφήβους, στερημένους από τη ζωτική τους ενέργεια. Δεν πρέπει να γενικεύουμε, γνωρίζω άλλους πού δεν είναι έτσι, θα ήθελα όμως στην πλειοψηφία τους να ήταν πιο ευτυχισμένοι, να μην ήταν τόσο λυπημένοι και απογοητευμένοι. Να πάψουν να λένε «το μέλλον ανήκει στους νέους» θεωρώντας τους εαυτούς τους έξω από το παιγνίδι.... Και από τις σχέσεις μας πρέπει να ξεκινήσουμε. Χρειάζεται χρόνος για να επικοινωνήσουμε.... Είμαι επιφυλακτική απέναντι στο βλέμμα τους, γιατί φοβάμαι την κρίση τους. Ονειρεύομαι απλούς διαλόγους, χωρίς μνησικακία, με χιούμορ και τρυφερότητα, όπου ο καθένας θ’ ακούει τον άλλο χωρίς φραγμό. Ονειρεύομαι πολύ ζωηρά, είμαι έφηβος τόσο όσο νιώθω... Μένω παιδί και σας αγαπώ, σας πιστεύω. Πιστέψτε και σεις σε μας». Ένα θεμελιώδες σφάλμα των γονέων και λοιπών ενηλίκων (εκπαιδευτικών κ.α.) προς τους εφήβους είναι ότι εκλαμβάνουν τον διάλογο τεχνοκρατικά. Νομίζουν ότι ο διάλογος έγκειται σε τεχνικής φύσεως παρεμβάσεις, οπότε το πρόβλημα της έλλειψής του λύνεται με εξωτερική ρύθμιση, με κάποιες πρακτικές συμβουλές. Ότι κάποιος πρέπει να τους διδάξει πώς να κάνουν διάλογο.
Στην πραγματικότητα ο διάλογος με τους νέους είναι ό,τι και κάθε διάλογος με οποιονδήποτε άλλον: στάση ζωής, συμμετοχή καρδιάς, κινητοποίηση του συνόλου του ψυχικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διδάσκεται, όπως άλλωστε διδάσκεται και ο διάλογος της προσευχής. Σημαίνει όμως πως η διδασκαλία αυτή συνίσταται στον βαθμιαίο μετασχηματισμό της προσωπικότητάς μας προκειμένου να γίνει ικανή να συναντήσει τον άλλον. Ο διάλογος με τους εφήβους μας μαθαίνει να υπάρχουμε εμείς σωστότερα.
Οι έφηβοι χρειάζονται αφθονία αγάπης, χώρο φυσικό και συναισθηματικό, φίλους, παράδοση, όρια (ώστε να γίνουν υπεύθυνοι και να μάθουν να ζουν μέσα στην κοινωνία και στον πολιτισμό), διαθεσιμότητα των ενηλίκων.[1]  Δηλαδή βιωματική (και όχι μόνο διανοητική) αναγνώριση μέσα στη δική μας ψυχή της προσωπικότητάς τους και του ζωτικού χώρου που σιγά-σιγά καταλαμβάνει.
Αυτή η συναισθηματική εξέλιξη των ενήλικων αρκετά συχνά εμφανίζεται δύσκολη επειδή βρίσκονται σε μια πολύ διαφορετική ηλικιακή φάση από τους εφήβους. Επί πλέον οι τελευταίοι διαθέτουν μια εντελώς αντίθετη αίσθηση του χρόνου. Οι ασυμμετρίες αυτές περιπλέκουν τα πράγματα:
«Η πιο στρεσσογόνος περίοδος στον κύκλο ζωής μιας οικογένειας λαμβάνει χώρα όταν μια αναπτυξιακή κρίση παιδιού συμπίπτει με αναπτυξιακή κρίση γονέα... Για τον δεύτερο, η αναπτυξιακή κρίση της μέσης ηλικίας πηγάζει από την αναγνώριση πόσο σύντομος είναι ο χρόνος, ενώ για τον έφηβο είναι απόρροια της ανάγκης να προετοιμασθῆ για ένα ανοιχτό και φαινομενικά απεριόριστο μέλλον... Για τον έναν ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα, για τον άλλον υπερβολικά αργά».[2]
Τα συναισθήματα τώρα γίνονται δύσκολα. «Η επαφή με εφήβους συχνά αφήνει τους ενήλικες, που συνειδητοποιούν ότι μεγαλώνουν, να αισθάνονται κύματα νοσταλγίας για τις μέρες εκείνες που ανέβαιναν την αναπτυξιακή κλίμακα, ενώ τώρα την κατεβαίνουν. Οι μεσήλικες γονείς εφήβων έχουν επίσης να καταπολεμήσουν αισθήματα ανταγωνιστικότητας και φθόνου. Μπορεί να νοιώσουν ότι αυτοί έχουν πάρει ήδη πολλές από τις πιο σημαντικές αποφάσεις ζωής τους, την ώρα που οι γιοί και οι κόρες τους αρχίζουν μόλις να παίρνουν τις δικές τους. Μπορεί να ποθήσουν τις ευκαιρίες που τα παιδιά τους έχουν στη σημερινή εποχή». [3]
Στην ηλικία των γονέων που έχουν εφήβους περνά κανείς συχνά τη λεγόμενη κρίση του μεσήλικα. «Ξαφνικά, σε αυτή την περίοδο, έχει κανείς την εντύπωση ότι ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα. Είναι μια ηλικία όπου αναθεωρούνται οι φιλοδοξίες, όπου η ζωή οργανώνεται με βάση το χρόνο που απομένει, καθώς ο χρόνος που παρήλθε αποκτά περισσότερη σημασία από τον χρόνο που έρχεται. Είναι η ηλικία των απολογισμών, η ηλικία όπου η σκέψη και ο συλλογισμός υπερισχύουν συνήθως της πράξης. Σε επαγγελματικό επίπεδο, είναι μια ηλικία όπου το άτομο έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της απόδοσής του, αλλά οι προσδοκίες του μικραίνουν, είναι μια ηλικία κατά την οποία, σε οικογενειακό επίπεδο, ενδέχεται να προκύψουν μια σειρά απωλειών (για παράδειγμα, ο θάνατος των γονιών, δηλαδή των παππούδων των εφήβων). Είναι μια ηλικία, τέλος, κατά την οποία το ζευγάρι χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί». [4]
Η διεκδίκηση από τους εφήβους του αυτοκαθορισμού εντείνει τα αισθήματα παθητικότητας και αβοήθητου που φέρνει μαζί της η μέση ηλικία. Στο βίωμα ότι δεν μπορεί κάποιος να έχει τον έλεγχο που είχε στη δική του ζωή προστίθεται και η αίσθηση ότι δεν μπορεί να έχει τον έλεγχο και στη ζωή των παιδιών του. [5] «Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και η περιέργεια κάθε μέρους για τη σεξουαλική ζωή του άλλου. Συχνά ο έφηβος αρνείται να πιστέψει πως οι γονείς του έχουν σεξουαλική ζωή. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι γονείς ενδέχεται να μην προετοιμασθούν για τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους ή να δυσκολευθούν να την αποδεχθούν... ή και να τη ζηλέψουν». [6] Με τόση απώλεια του ελέγχου δεν είναι παράξενο που εμφανίζεται συχνά η κατάθλιψη της μέσης ηλικίας.
«Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη των γονιών να εξακολουθούν να είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη ζωή του εφήβου, τόσο πιο δύσκολη και επώδυνη θα είναι η διαδικασία της από-ιδανικοποίησης και για τους δύο. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι οι γονείς θρηνούν για την απώλεια του γονεϊκού τους ρόλου, οπότε η ανάγκη τους να κρατούν τους άλλους εξαρτημένους από αυτούς θα πρέπει να βρει ικανοποίηση σε άλλες σχέσεις. Δηλαδή πρέπει οι γονείς φυσιολογικά να στραφούν ο ένας στον άλλο για μια πιο άμεση ικανοποίηση των αναγκών τους ή να συμβιβαστούν με τις μειωμένες ικανοποιήσεις που τους προσφέρει η σχέση με νέους ανήλικες. Αυτό όμως συχνά δεν είναι δυνατό. Οι γονείς μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν ο ένας την ανάγκη του άλλου. Τότε είναι πιθανό να προκύψουν σοβαρές κρίσεις μέσα στην οικογένεια και ο έφηβος να αισθάνεται ανυποστήρικτος, ενώ ενδέχεται να βγουν στην επιφάνεια κρυμμένες συγκρούσεις των γονιών, ή ακόμα οι γονείς να νιώσουν κατάθλιψη ή να στραφούν σε σχέσεις εκτός γάμου. Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα παιδιά, τότε μια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί, γιατί οι ανάγκες των γονιών για εξάρτηση μπορεί να μετατεθούν στο επόμενο παιδί». [7]
Αλλά εκτός από το διαχρονικό αυτό πρόβλημα νεότερες εξελίξεις έχουν επιδεινώσει τη δυσκολία. «Οι ανήλικες δίνουν την εντύπωση ότι γίνονται πιο ασταθείς, πιο ευάλωτοι... Ο κοινωνικά ενταγμένος και αποτελεσματικός ενήλικος, που αποτελούσε πάντα σημείο αναφοράς, δεν μπορεί στην εποχή μας πλέον να αποτελέσει αυτό τον πόλο ταύτισης. Οι κοινωνικές, πολιτιστικές και οικογενειακές συνθήκες και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οι περιστάσεις ματαίωσης μετασχηματίζουν αυτόν τον ενήλικο, ο οποίος μέχρι τώρα θεωρούνταν ότι διέθετε μια κεκτημένη ωριμότητα, σε ένα ανώριμο ον». [8]
Μια πρόσθετη δυσκολία που δυσχεραίνει τον διάλογο και την ψυχική επαφή είναι η αδεξιότητα και η όχληση με τις οποίες πολλές φορές οι έφηβοι καθιστούν αισθητή την παρουσία τους και καλούν σε διαπροσωπική συνάντηση. Αν δεν αποκρυπτογραφηθούν από εμάς τα στοιχεία αυτά κινδυνεύουν να ακυρώσουν τόσο την αγωνιώδη προσπάθειά τους όσο και τη δική μας επιθυμία για εγγύτητα.
«Οι νέοι, όπως κι εμείς οι υπόλοιποι, κραυγάζουν τις ανάγκες τους με πολλούς μπερδεμένους τρόπους. Μερικοί κρίνουν υπερβολικά τους πάντες και τα πάντα γύρω τους. Άλλοι βουτάνε σε ένα κυκεώνα δραστηριοτήτων προσφοράς ή αποχωρούν από τον κόσμο περνώντας κάθε λεπτό που μπορούν μπροστά στην τηλεόραση. Μερικοί γυρίζουν την πλάτη τους στους φίλους ή στην οικογένειά τους σαν να τους κρατούν απ’ έξω. Άλλοι περιτειχίζουν τον εαυτό τους με ένα παραπέτασμα εύθυμων προσβολών, αστείων, ή δυνατών γέλιων. Ακόμη άλλοι καταλαμβάνονται από νέα θρησκευτική ζέση που φαίνεται αφύσικη στους γονείς τους. Επειδή οι νέοι μας μιλούν με έμμεσο τρόπο, οι κραυγές τους συχνά παρερμηνεύονται ως κάτι άλλο. Αλλά όλοι τους μπορούν να εκφράζουν βαθιές ανθρώπινες ανάγκες, δύσκολο να αρθρωθούν». [9]
«Αιχμή του δόρατος» αυτής της αδεξιότητας που υπονομεύει την ουσιαστική σχέση είναι η εφηβική επιθετικότητα, η οποία ερμηνεύεται ως αχαριστία ή και ψυχοπαθολογία και τελικά καταλήγει ως άλλοθι για το οριστικό ρήγμα:
«Οι γονείς των εφήβων θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχτούν την ιδέα ότι θα δεχτούν χτυπήματα κατά την εφηβεία των παιδιών τους. Συμβολικά χτυπήματα, εννοείται, ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις γονιών που δέχονται σωματικά χτυπήματα.
Οι γονείς θα πρέπει κατ’ αρχάς να κατανοήσουν ότι αποτελούν το κύριο αντικείμενο αυτής της βίαιης έντασης που κατευθύνεται εναντίον τους. Συνήθως είναι ο πρώτος στόχος της επιθετικότητας που βιώνουν οι περισσότεροι έφηβοι. Μία από τις μείζονες λειτουργίες των γονιών είναι «να επιβιώσουν», παρ’ όλη αυτή την επιθετική ένταση, δηλαδή να μην καταστραφούν, να μην πληγωθούν βαθιά, να μην πάθουν κατάθλιψη, να μην «τα χάσουν» εξ αιτίας αυτής της επιθετικότητας. Με λίγα λόγια, να μην αποποιηθούν το ρόλο τους· ούτε να αποχωρήσουν ούτε όμως να πληγωθούν από αυτή την κατάσταση.
Αντίθετα, είναι εξ ίσου επικίνδυνο να αδιαφορήσουν εντελώς, καθώς η αδιαφορία αντιπροσωπεύει μερικές φορές ένα αίσθημα παραίτησης ή εγκατάλειψης. Το «να επιβιώσουν» σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, να είναι ικανοί να παραμείνουν ευαίσθητοι, να έχουν συναισθήματα και συγκινήσεις απέναντι στις συμπεριφορές του εφήβου, αλλά παράλληλα να έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται, να νοιάζονται και να μπορούν να απαγορεύουν κάποια πράγματα στο παιδί τους». [10]
«Οι γονείς οφείλουν να είναι εγγυητές της ασφάλειας των παιδιών τους. Πράγματι, ο έφηβος είναι ένα ιδιαίτερα ευάλωτο άτομο γιατί δεν έχει συνείδηση των ορίων του... Διαπιστώνουμε ότι ο ρόλος των γονιών είναι παράδοξος, εφ’ όσον πρέπει να αποτελεί καταφύγιο, να «περιέχει» και να περιορίζει, ωστόσο πρέπει να δίνει και τη δυνατότητα στους εφήβους να ανοίγονται σε νέες εμπειρίες, να δέχονται χτυπήματα και να επιβιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, ο διάλογος ανάμεσα στους γονείς και στους εφήβους παραμένει το κατ’ εξοχήν εργαλείο αυτής της σχέσης». [11]
Εκτός από το κύριο «μέτωπο» της μάχης, όπου θα εξουδετερωθούν οι παρανοήσεις και η προσωπική ενόχληση, ο πόλεμος της ψυχικής επαφής θα κερδηθεί και στα «μετόπισθεν», δηλαδή στη συναισθηματική υποδομή της οικογένειας. «Εάν οι έφηβοι έχουν μια αχίλλειο πτέρνα, αυτή είναι η ευαισθησία τους σε γεγονότα που διασπούν την εμπειρία ενός σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος. Η έρευνα επιβεβαιώνει τη σημασία του ασφαλούς οικογενειακού κλίματος για τους εφήβους, σε όποια μορφή οικογένειας και αν ζουν, με έναν ή με τούς δύο γονείς. Οι έφηβοι φέρνουν στο σπίτι οτιδήποτε συναίσθημα δοκίμασαν στο σχολείο. Εάν οι γονείς δεν είναι διαθέσιμοι ή δεν ανταποκρίνονται στα αρνητικά συναισθήματα που τα παιδιά τους φέρνουν, αυτά ενδέχεται να παραμείνουν και να αυξηθούν». [12]

Από το νέο βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού
«Ταραγμένη Άνοιξη, Για μια κατανόηση της εφηβείας»,
εκδόσεις ΔΟΜΗ-ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ

________________________________________
[1] Saul Levine The myths and needs of contemporary youth. “Adolescent Psychiatry”, vol.14, The University of Chicago Press, 1987, σ. 48-62.
[2] Harry Prosen, John Toews, Robert Martin The life cycle of the family: the adolescent’s sense of time. “Adolescent psychiatry”, vol. IX, The University of Chicago Press, 1981, σ. 180-188.
[3] Marsha Levy-Warren The adolescent journey. Jason Aronson inc, 1996, σ. 328. Βλ. και Γιάννη Τσιάντη Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου-οικογένειας, «Εφηβεία», τόμος 2ος, τεύχος 1ο, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σ. 19-30.
[4]  Αλαίν Μπρακονιέ, Ντανιέλ Μαρτσελί, Τα χίλια πρόσωπα της εφηβείας, εκδ. Καστανιώτη, 2002, σ. 116.
[5] Harry Prosen, John Toews, Robert Martin The life cycle of the family: parental midlife crisis and adolescent rebellion. “Adolescent psychiatry”, vol. IX, The University of Chicago Press, 1981, σ. 170-179.
[6] ό.π.
[7] Γιάννη Τσιάντη Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου-οικογένειας, «Εφηβεία», τόμος 2ος, τεύχος 1ο, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σ. 19-30.
[8] Έλσας Σμίντ-Κιτσίκη Το εφηβικό πάθος, εκδ. Καστανιώτη, 2007, σ. 106.
[9] Merton Strommen Five cries of youth. HarperSanFrancisco, 2nd revised ed., 1993, σ. 4.
[10] Αλαίν Μπρακονιέ, Ντανιέλ Μαρτσελί, Τα χίλια πρόσωπα της εφηβείας, εκδ. Καστανιώτη, σ. 100-101.
[11] ό.π., σ. 101-102.
[12] Reed Larson, Maryse Richards Divergent realities: the emotional lives of mothers, fathers, and adolescentσ. BasicBooks, 1994, σ. 100.


Εκτύπωση   Email