Τζέην, 18 χρόνων: «Η πίστη είναι σαν ένας χαρταετός πάνω από τα σύννεφα. Μπορείς να αισθανθείς πότε-πότε εκείνο το συναρπαστικό τράβηγμα, επιβεβαίωση πως είναι εκεί».[1]
Η ουσιαστική σχέση με τον Θεό, αυτή η κορύφωση της υπαρξιακής αγωνίας, ο προορισμός της επίγειας ζωής, η δικαίωση της δημιουργίας, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται έξω από τον ορίζοντα του εφήβου σε μια ηλικία κατά την οποία αναζητά τα ουσιώδη. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι πρόκειται κατ’ εξοχήν για την ηλικία που διψά για προσωπικό νόημα σε αυτή τη σχέση.
Αλλά, όπως είναι φυσικό, η σχέση του εφήβου με τον Θεό θα χαρακτηρισθεί από τις παράλληλες ψυχολογικές του περιπέτειες, αφού πρώτη ύλη για τη θρησκευτικότητα αποτελεί ο ψυχισμός πάντοτε και για όλους. Έτσι η αλληλεπίδραση ταυτότητας και θρησκευτικότητας είναι απολύτως απαραίτητο να κατανοηθεί, ιδιαίτερα από εκείνους οι οποίοι ως εκ της θέσεώς τους (γονείς, κληρικούς, εκπαιδευτικούς, κατηχητές) είναι επιφορτισμένοι με τη δύσκολη αλλά θαυμάσια αποστολή να υπηρετήσουν την εφηβική θρησκευτικότητα.
Η θρησκευτικότητα υπόκειται σε όλους τους νόμους μιας διαπροσωπικής σχέσης και η δράση της Χάριτος δεν καταργεί το ανθρώπινο πρόσωπο με τις χαρακτηρολογικές ιδιαιτερότητές του. Μια ανώριμη ψυχική ταυτότητα εύλογα θα επηρεάσει αντίστοιχα και τον τρόπο με τον οποίο κάποιος θα αντιλαμβάνεται τον Θεό και θα συνδεθεί μαζί Του, εφ’ όσον η σχέση με τον Θεό δεν παύει να είναι μια σχέση μεταξύ δύο προσώπων. Η νοσηρή θρησκευτικότητα παρεμποδίζει την ψυχική ανάπτυξη και ενδέχεται να μετατραπεί σε μέρος της παθολογίας της. Πουριτανική σχέση με το σώμα, δημιουργία παθολογικών ενοχών και μετατροπή τους σε μοχλό χειρισμού του εφήβου, αυταρχική αγωγή και άσκηση καταστολής, υποκρισία και φαρισαϊκή αίσθηση ηθικής υπεροχής, σχέση με το Θεό τύπου φόβου ή συναλλαγής, μισαλλόδοξη και κυριαρχική σχέση με τον συνάνθρωπο, παρανοειδής σχέση με τους «εκτός» της θρησκευτικής ομάδας, καλλιέργεια εξάρτησης από τον εξιδανικευμένο ηγέτη και άντληση παντοδυναμίας από τη φαντασιακή συγχώνευση μαζί του κ.π.α, μπορούν να ταλαιπωρήσουν τον έφηβο είτε μέσα στο κύριο σώμα των mainline θρησκειών, είτε (τα συνηθέστερο) σε θρησκευτικές ομάδες καταστροφικού και εκμεταλλευτικού χαρακτήρα (cults).
Από την άλλη πλευρά ισχύει και η αντίστροφη αλληλεπίδραση: «Η θρησκεία μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ αποτελεσματικό πλαίσιο για ταυτότητα... Συνοδεύεται από ηθικά συστήματα τα οποία στηρίζουν την ταυτότητα εγκαθιδρύοντας βασικές αξίες για το σωστό και το λάθος, το καλό και το κακό, και ρυθμίζοντας τη διαπροσωπική συμπεριφορά».[2]
Ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού θα παρατήρησε ότι μιλώ συνεχώς για συναισθηματικές στάσεις και ελάχιστα για διανοητικές αντιλήψεις. Δεν θεωρώ -και δεν είμαι μόνος μου σ’ αυτό- πως η πίστη και συνακόλουθα η σχέση με τον Θεό διαδραματίζονται πρωτίστως στη διάνοια, αν και η πληροφόρηση και οι γνωστικές αντιλήψεις περί Θεού παίζουν σημαντικό ρόλο. Τις περισσότερες φορές, όμως, η διάνοια αποτελεί θύμα των συναισθημάτων και του ασυνειδήτου.
Ο James Fowler βλέπει την «πίστη» όχι ως γνωστική ή θρησκευτική πίστη, αλλά ως ένα καθολικό ενεργό τρόπο με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονται και σχετίζονται με τους εαυτούς τους, τους άλλους, τον περιβάλλοντα κόσμο, και το υπερβατικό. Δεν επικεντρώνει στο περιεχόμενο της πίστης αλλά στον τρόπο με τον οποίο αυτό ερμηνεύεται, στο «στυλ» της γνώσης και της αξιολόγησης.[3]
Αν η πίστη δεν μετακινείται πάντοτε από την συμβατική της μορφή της παιδικής ηλικίας στην ωριμότερη της εφηβείας και της νεότητας, αυτό συμβαίνει διότι παρεμβαίνει κάποιο αναπτυξιακό εμπόδιο, όμοιο ή και το ίδιο με εκείνο που προκάλεσε την απόσυρση κατά το σχηματισμό ταυτότητος, όπως είδαμε σε άλλο σημείο του βιβλίου.[4] Έχει σημασία να συμπεριλάβουμε και την εξέλιξη της πίστης στα κριτήρια σχηματισμού ώριμης ταυτότητας.
Δεν θα είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι το υπαρξιακό ζήτημα εν γένει (μέρος του οποίου αποτελεί και ο θρησκευτικός προβληματισμός) βρίσκει στην εφηβεία τις ιδεώδεις εκείνες συνθήκες που θα επιτρέψουν την ανάδειξη του και την δυνητική επίλυσή του. Η αναδυόμενη ταυτότητα εαυτού και το αίσθημα αυτονομίας,[5] η αίσθηση του τραγικού,[6] το άνοιγμα της κοινωνικότητας και της αγαπητικής ικανότητας, η αμεσότητα των συναισθημάτων, το άγχος και η γοητεία, η διανοητική ανάπτυξη και περιέργεια, όλα αυτά συμβάλλουν στην διεύρυνση των ενδιαφερόντων προς το μυστηριώδες, το επέκεινα, το υπερβατικό. Ακόμη και όταν η αντιδραστικότητα του εφήβου δείχνει να τον απομακρύνει από την παραδοσιακή θρησκευτικότητα που έλαβε στην οικογένεια του, μέσα του κυοφορούνται έντονες διεργασίες για την εξεύρεση προσωπικού νοήματος.
Η ανάπτυξη προσωπικής θρησκευτικότητας αποτελεί έναν μακρό και συχνά επίπονο μετασχηματισμό. Το παιδί θρησκεύει επειδή θρησκεύουν οι γονείς του και συνήθως με παρόμοια ποιότητα και νοοτροπία. Η προσωπική θρησκευτικότητα δεν αναπτύσσεται πριν από το τέλος της εφηβείας και το στοίχημα είναι να εξελιχθεί από δοτή σε ικανοποιητική εξεύρεση νοήματος
Φυσικά, από πνευματικής πλευράς, η καλλιέργεια της σχέσης με τον Θεό δεν είναι χρησιμοθηρική αλλά αποβλέπει στον αγιασμό και στη σωτηρία. Όμως η κοινωνία και η παιδεία δεν μπορούν να παραβλέψουν πως η θρησκευτικότητα διαθέτει την δυνατότητα να λειτουργήσει και ως πρόκριμα της εν γένει ψυχικής εξέλιξης. Μια υγιής θρησκευτικότητα και αντίστοιχη αγωγή οδηγεί σε υγιέστερες διαπροσωπικές σχέσεις, καλλιέργεια ιδανικών και αλτρουϊσμού στο νέο, αύξηση της δημιουργικότητας, μείωση της εγωκεντρικότητας και της ναρκισσιστικής αγάπης.
Σε όλες τις ηλικίες υπάρχει θρησκευτικότητα υγιής και νοσηρή. Δεν είναι του παρόντος η ανάλυσή τους αλλά πρέπει να επισημάνουμε ότι, όταν η ταυτότητα δεν έχει αποκτήσει και την ηθική διάσταση της υπευθυνότητας, ακόμη και αν η συμπεριφορά του εφήβου χαρακτηρίζεται από ηθική συνέπεια, όμως ηθική του παραμένει επιφανειακή και μη εσωτερικευμένη, συγκρουσιακή και όχι γνήσια, πηγή δυσφορίας και όχι δημιουργική. Στο βαθμό που ο έφηβος δεν έχει αποδεχθεί και εξωτερικεύσει την προσωπική σχέση με τον Θεό, η θρησκευτικότητά του παραμένει δοτή κατά βάθος.
Ουσιαστικά εδώ παρατηρούμε αναλογίες και ομοιότητες με το σχετίζεσθε εν γένει και με τον έρωτα ειδικότερα. Ο τρόπος με τον οποίο ο έφηβος σχετίζεται με τον Θεό μπορεί να αναλυθεί και να μελετηθεί στη βάση του τρόπου με τον οποίο σχετίζεται με το άλλο φύλο, ένα παράδειγμα που φυσικά οι έφηβοι κατανοούν καλύτερα από όλους μας. Με άλλα λόγια, υπάρχουν υγιείς διαφυλικές σχέσεις, βασισμένες στην αγάπη και στη θυσία, όπως και νοσηρές, βασισμένες στον φόβο και στη συναλλαγή.
Επειδή η ψυχική ταυτότητα ορίζεται με κοινωνικούς όρους, η θρησκευτικότητα απαιτεί ανάλογο περιβάλλον προκειμένου να ανθίσει. Έρευνες έχουν δείξει πως η συμμετοχή εφήβων στη λατρεία και σε νεανικά εκκλησιαστικά προγράμματα δεν συνδέεται τόσο με τη στάση τους απέναντι στην Εκκλησία και στη θρησκεία, όσο με την ποιότητα των σχέσεων που διατηρούν με τα άλλα μέλη της Εκκλησίας.[7] Έτσι, «εφ’ όσον η ταυτότητα δεν εγκαθιδρύεται εν κενώ, είναι σημαντικό για την Εκκλησία να καλλιεργεί προσωπικές σχέσεις στους εφήβους μέσω αμάδων συνομηλίκων. Καθώς μοιράζονται την εμπειρία του Θεού η πίστη τρέφεται και γίνεται αισθητή».[8]
Από το νέο βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού
«Ταραγμένη Άνοιξη, Για μια κατανόηση της εφηβείας»,
εκδόσεις ΔΟΜΗ-ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
________________________________________
[1] Merton Strommen Five cries of youth. HarperSanFrancisco, 2nd revised ed., 1993, σ. 122.
[2] Roy Baumeister Identity: cultural change and the struggle for self. Oxford University Press, 1986, σ. 248.
[3] James Fowler Becoming adult, becoming Christian. Harper &Row, 1984.
[4] Cathryn Hill A developmental perspective on adolescent “rebellion” in the Church. Journal of Psychology and Theology, 1986, v. 24, n. 4, σ. 306-318.
[5] V. Bailey Gillespie The experience of faith. Religious Education Press, 1988, σ. 126.
[6] Peter Blos On adolescence a psychoanalytic interpretation. The Free Press, New York , 1962, σ. 195.
[7] Cathryn Hill A developmental perspective on adolescent “rebellion” in the Church. Journal of Psychology and Theology, 1986, v. 24, n. 4, σ. 306-318.
[8] V. Bailey Gillespie The experience of faith. Religious Education Press, 1988, σ. 141.