«Όλα γύρω μου μισοκοιμούνται, όλα είναι βουβά, όλα κινούνται θαρρείς ανόρεχτα, από μεγάλη ανάγκη κι όχι από τη φλογερή αγάπη για την κίνηση, τη ζωή. Και μού ‘ρχεται να δώσω μία δυνατή κλωτσιά σ’ όλη τη γη και σε μένα τον ίδιο, ώστε όλα -κι εγώ μαζί- να σβουρίζουν από έναν χαρούμενο ανεμοστρόβιλο, από το γιορτινό χορό των ανθρώπων που ερωτεύονται ο ένας τον άλλο, αυτή τη ζωή που άρχισε για το χατίρι μιας άλλης ζωής, μιας ζωής ωρaίας, ζωηρής, τίμιας... Χρειάζεται κάτι να κάμω με τον εαυτό μου, αλλιώτικα θα χαθώ...»[1]
Το αποσπάσιμα ετούτο ζωγραφίζει με τον πλέον παραστατικό τρόπο τη δίψα του εφήβου για ζωντάνια και δημιουργικότητα, την ασφυξία που του προκαλεί η λίμναση και η αδράνεια. Και όμως, μέσα στις τόσες αντιφάσεις του ενίοτε καταλήγει σε αυτά...
Η λειτουργία της φαντασίας κατά την εφηβεία γνωρίζει «δόξες». Οι φαντασιώσεις φθάνουν στην κορύφωσή τους, όχι μόνο ως ερωτικές, αλλά και ως δημιουργικές. Το φαινόμενο είναι απόλυτα φυσιολογικό διότι ο έφηβος έχει ανάγκη να φανταστεί τον εαυτό του στο μέλλον, έστω και αν πραγματοποιήσει τελικά μικρό μόνο μέρος των οραμάτων του. Όμως μερικοί κινδυνεύουν να μείνουν μόνο στην φαντασία και αυτούς συμβουλεύει ο Μ. Βασίλειος:
«Μην αφήνεις να σου ξεφεύγει το παρόν με τη ραθυμία και μη λαμβάνεις ως δεδομένη την απόλαυση όσων δεν υπάρχουν ακόμη και ίσως δεν θα υπάρξουν ποτέ. Η μήπως δεν υπάρχει εκ φύσεως αυτή η αρρώστια στους νέους, δηλαδή να νομίζουν με την ελαφρότητα της γνώμης τους ότι κατέχουν ήδη αυτά που ελπίζουν; Διότι όταν κάποια στιγμή ηρεμήσουν, ή κατά τη νυκτερινή ησυχία, πλάθουν με τη φαντασία ανύπαρκτα πράγματα μεταφερόμενοι σε όλα με την ευκολία της σκέψεως, φανταζόμενοι εξαιρετική ζωή, λαμπρούς γάμους, ευτεκνία, βαθιά γεράματα, τιμές από όλους. Και μετά, επειδή δεν μπορούν να σταματήσουν πουθενά τις ελπίδες, αλαζονεύονται για εκείνα που θεωρούνται σημαντικά: αποκτούν μεγάλα και ωραία σπίτια που τα γεμίζουν με σπουδαία υπάρχοντα· περιφράσσουν δήθεν δική τους γη όση οι μάταιοι λογισμοί τους απέκοψαν από την κτίση και τα πλούσια εισοδήματα της τα σωρεύουν στις αποθήκες της ματαιοδοξίας· σε αυτά προσθέτουν ζώα, άπειρους δούλους, πολιτικές εξουσίες, ηγεμονίες εθνών, αξίωμα στρατηγού, πολέμους, νίκες, και αυτήν ακόμη την βασιλεία».[2]
Το να φαντάζεται τον εαυτό του ο έφηβος να κατακτά εξωπραγματικά επιτεύγματα δεν είναι παθολογικό· αντίθετα, θα ανησυχήσουμε όταν πιστεύει αληθινά πως είναι ικανός γι’ αυτά. Η φαντασίωση γίνεται ψυχικό παυσίπονο, αλλά η συνειδητή αποδοχή της στη θέση της πραγματικής ζωής μπορεί να σημαίνει σοβαρή ανωριμότητα. Αλλά και το αντίθετο αποτελεί προβληματικό σημάδι: το να μη διαθέτει όνειρα και να μην είναι ικανός να φανταστεί τον εαυτό του στο μέλλον.
Οι ενήλικες συχνά ονομάζουν τους εφήβους αιθεροβάμονες. «Οι έφηβοι συχνά ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να γεννούν θεωρίες για το πως ο κόσμος θα μπορούσε να λειτουργεί παρά να παρατηρούν προσεκτικά πώς λειτουργεί».[3] Αναμφίβολα αυτό το χαρακτηριστικό μας είναι χρήσιμο, σε έναν κόσμο όπου έχουμε αποτελματωθεί και αδυνατούμε να τον αλλάξουμε. Κάποιος πρέπει να κάνει όνειρα, έστω και υπερβολικά.
Αλλά υπάρχει και ψυχολογική εξήγηση γι’ αυτή την απολυτότητα: «Ο φόβος συγχώνευσης οδηγεί στην υπερβολική ενασχόληση του εφήβου με θέματα θρησκευτικά, πολιτικά, οικολογικά, ή φιλοσοφικά, των οποίων οι βασικές ιδέες ενσαρκώνουν το στοιχείο του απόλυτου που χάθηκε για πάντα μετά τη διαδικασία απο-ιδανικοποίησης και αμφισβήτησης των γονέων. Ο ιδεαλισμός ενσωματώνει τις ανασφάλειες του εφήβου. Δίνει μια αίσθηση καθορισμού και δομής, έτσι ώστε να πιστεύουν ότι όλα τα κακά του κόσμου προέρχονται από ένα κακό και ότι όλα μπορούν να επιλυθούν από μια κοινή ιδεολογική αρχή. Η σκέψη του «μαύρου-άσπρου» ανακουφίζει την ιδεολογική σύγχυση».[4]
Ο ιδεαλισμός, σε συνεργασία με ένα αυστηρό υπερεγώ (συνείδηση), συμβάλλουν στην ψυχική ανάγκη της πιστότητας. «Οι έφηβοι όχι μόνο βοηθάνε ο ένας τον άλλο προσωρινά και με αρκετή δυσφορία δημιουργώντας κλίκες και κάνοντας στερεότυπους τους εαυτούς τους, τα ιδανικά τους και τους εχθρούς τους, αλλά και δοκιμάζουν μεταξύ τους σχεδόν διεστραμμένα την ικανότητά τους να είναι πιστοί. Η ετοιμότητα για τέτοιον έλεγχο εξηγεί επίσης τη γοητεία που ασκούν τα απλοϊκά και απάνθρωπα ολοκληρωτικά δόγματα στη σκέψη της νεολαίας αυτών των χωρών και τάξεων που έχουν χάσει ή χάνουν την ομαδική τους ταυτότητα (φεουδαρχική, αγροτική, φυλετική, εθνική) και εισέρχονται στην παγκόσμια εκβιομηχάνιση, χειραφέτηση και ευρύτερη επικοινωνία».[5]
Ο ιδεαλισμός των εφήβων τους κάνει ευάλωτους στη χειραγώγηση. Αλλά το ίδιο χαρακτηριστικό γίνεται δύναμη κινητήρια και δημιουργική αν διοχετευθεί σε στόχους κατάλληλους. Και αυτό σχετίζεται με τα ιδανικά. Ελάχιστοι έφηβοι χωρίς ιδανικά υπάρχουν, αλλά αυτό δεν αρκεί· πρέπει α) να είναι υψηλής ποιότητας (να μην περιορίζονται π.χ. στην απόκτηση χρημάτων) και β) να συνοδεύονται από τη δύναμη να υλοποιηθούν τουλάχιστον σε κάποιο μέρος τους.
Το συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ο έφηβος σήμερα ζει δύσκολα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη ιδανικών. Όταν δεν προωθεί την ιδεολογία του χρήματος και των ανέσεων παραμένει αδιάφορο και ψυχρό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το εκπαιδευτικό σύστημα. Με αυτό το δεδομένο είναι να θαυμάζει κανείς που οι έφηβοι συνεχίζουν να έχουν ιδανικά· η αντίστασή τους αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία.
Η κοινωνία (πολιτεία, σχολείο, κοινότητα, εκκλησία) οφείλει να πράξει πολλά τόσο στο θέμα της καλλιέργειας ιδανικών όσο και στη παροχή πρακτικών τρόπων με τους οποίους οι έφηβοι θα αντιμετωπίσουν το πασίγνωστο αίσθημα της ανίας. Σε έρευνα που έγινε στη Σκωτία μεταξύ 14χρονων δηλώθηκε: «Νοιώθω βαρεμάρα, κούραση και κακή διάθεση. Κάθε μέρα. Δεν υπάρχει τίποτα στην πόλη μου να κάνεις. Θυμώνω στη σκέψη ότι τα παιδιά μου θα μεγαλώσουν εδώ. Η πρέπει να μένεις στο σπίτι ή να γυρίζεις στους δρόμους».[6] Και στο Λονδίνο σε έρευνα ηλικιών μεταξύ 10-14 ετών: «Κάντε κάτι για την περιοχή μας διότι μάς θεωρούν παρατατικούς ενώ δεν είμαστε... Δεν υπάρχει τίποτε να κάνεις μετά το σχολείο. Απλώς γυρίζεις στους δρόμους... Βαριόμαστε, να γιατί κάνουμε γκράφιτι, θέλουμε κάτι να κάνουμε».[7] «Αν υπήρχαν χώροι για αθλητισμό ή άλλα ενδιαφέροντα στους οποίους να καταφεύγουν οι έφηβοι σε στιγμές στρες, θα συνέβαλλαν στην προστασία τους από εμπλοκές με την αστυνομία».[8] Πράγματι, πόσες αντικοινωνικές συμπεριφορές έχουν ως αίτιό τους την ανία! Οι έφηβοι, κυρίως τα αγόρια, έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν τα συναισθήματα με δράση. Και όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη δημιουργική δράση θα βρεθούν καταστροφικές ή επικίνδυνες μορφές της σε αφθονία.
Στο ζήτημα των στόχων και των ιδανικών παρατηρούνται στην πράξη δύο άκρα. Από τη μια υπάρχουν οι έφηβοι που βάζουν υπερβολικούς στόχους, οδηγούμενοι έτσι σε «τέντωμα» των ψυχοσωματικών τους δυνάμεων, με επακόλουθο ενίοτε την κατάρρευση. Συχνά οι στόχοι αυτοί είναι δοτοί· παρέχονται δηλαδή από τους γονείς και υιοθετούνται αυτούσιοι, ή τους διαμορφώνει ο ίδιος με σκοπό να ευχαριστήσει τους γονείς του ή την αυστηρή του συνείδηση. Το λάθος αυτό διαπράττεται πιο συχνά από εφήβους τους οποίους χαρακτηρίζει ο δύσκαμπτος τρόπος σκέψης «όλα ή τίποτε», που προδιαθέτει σε υπερβολικές προσδοκίες από τον εαυτό τους και τελικά σε απογοήτευση ἡ οποία μπορεί να φθάσει και στην κατάθλιψη.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε την απουσία στόχων, την έλλειψη κινήτρων, τον μηδενισμό και τον κυνισμό. Μερικές φορές αυτά αποτελούν τη θλιβερή κατάληξη της προηγούμενης περίπτωσης, οπότε αδυνατώντας να φθάσει τον υψηλό πήχη ο έφηβος σταματά τα άλματα εντελώς. Δεν αποπειράται να επιτύχει στόχους για να μην τραυματιστεί ψυχικά πάλι. Αλλά ενδέχεται και κατ’ ευθείαν να βρεθεί εκεί, αν απουσιάζει η ενθάρρυνση από τους μεγαλύτερους.
Η ενθάρρυνση αποτελεί έναν τομέα για τον οποίο γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν να αναρωτηθούν ο καθένας για τις επιδόσεις του. «Ποτέ δεν είναι πολλή η ενθάρρυνση και στήριξη του γονέα προς τον έφηβο. Λέγοντας σ’ ένα παιδί πως συγκεκριμένα τα έχει καταφέρει καλά του δείχνουμε ότι ο γονέας του έχει αφιερώσει χρόνο στο να τον παρατηρήσει τι έχει κάνει. Το να είμαστε συγκροτημένοι στην επιβεβαίωση ή την ενθάρρυνση συχνά ερμηνεύεται από τα παιδιά ως ένδειξη αδιαφορίας μας ή ακόμη και απόρριψης. Ένας φίλος θυμάται: «Δεν μπορώ να θυμηθώ να έχω πάρει ποτέ μια φιλοφρόνηση ως έφηβος. Νομίζω πως οι γονείς μου φοβούντο μήπως γινόμουν περήφανος. Αλλά δεν ήξεραν ότι έτσι ένοιωθα ένα τίποτε».
Από το νέο βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού
«Ταραγμένη Άνοιξη, Για μια κατανόηση της εφηβείας»,
εκδόσεις ΔΟΜΗ-ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
________________________________________
[1] Μαξίμ Γκόρκι Η εφηβεία, εκδ. Ζαχαρόπουλος, σ. 412.
[2] Εις το «πρόσεχε σεαυτώ», 5, ΕΠΕ 6, 229-231.
[3] Marsha Levy-Warren The adolescent journey. Jason Aronson inc, 1996, σ. 9.
[4] Μηλέβας Γαβριηλίδου Η ψυχοδυναμική και ο θεραπευτικός ρόλος της σχέσης εφήβων-εκπαιδευτικών, «Εφηβεία», τόμος 2ος, τεύχος 1ο, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σ. 183-215.
[5] Έρικ Έρικσον Η παιδική ηλικία και η κοινωνία, εκδ. Καστανιώτη, 1976, σ. 275.
[6] Philip Graham The end of adolescence. Oxford University Press, 2004, σ. 213.
[7] ό.π., σ. 214.
[8] ό.π., σ. 217.