Άξονες ανάπτυξης της εφηβείας : 1. Ανεξαρτησία και κρίση (α΄ μέρος)

εφηβειαΗ αναπτυξιακή πορεία του εφήβου θα πρέπει  να αντιμετωπιστεί ως έκπτυξη του θείου δώρου του «κατ’ εικόνα». Θα ασχοληθούμε εδώ με τέσσερες πτυχές του: την ανεξαρτησία και την κρίση, την δημιουργικότητα, τον έρωτα, τη σχέση με τον Θεό. Αν και θα μπορούσε κάποιος να ακολουθήσει διαφορετικές ταξινομήσεις, εδώ θα διακρίνουμε τέσσερες άξονες ανάπτυξης της εφηβείας, τέσσερα αναπτυξιακά έργα που πρέπει να διεκπεραιωθούν, τέσσερα πεδία στα οποία ο έφηβος χρειάζεται να εξελιχθεί.                      
Ματιέ, 16 χρόνων: «Όχι, πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί οι γονείς διατάζουν έτσι, χωρίς να προσπαθήσουν να καταλάβουν. Θα ‘θελα να  άκουγα άλλα πράγματα όλη την ημέρα, εκτός από διαταγές και ουρλιαχτά. Είναι σκληρό να σε διατάζουν συνέχεια, λες και είσαι ρομπότ. Είναι σκληρό να ζεις με ανθρώπους που τελικά, ό,τι κι αν κάνεις, έχουν πάντα δίκιο».
Ο μετασχηματισμός του παιδιού σε ενήλικα περιλαμβάνει ως βασικό επίτευγμα τη κατάκτηση της ανεξαρτησίας. Με αυτό δεν εννοούμε τις εξωτερικές μορφές της (δηλαδή αν ο νέος θα οδηγηθεί στην οικονομική ανεξαρτησία ή αν θα έχει ελευθερία κινήσεων) αλλά την κατάκτηση της ψυχικής ανεξαρτησίας, τη δυνατότητα να διαθέτει δική του σκέψη και κρίση, να λαμβάνει αποφάσεις, να διαφοροποιείται από τους γονείς του· με λίγα λόγια, να διαμορφώσει ταυτότητα η οποία του ανήκει. Πρόκειται για ένα συναισθηματικό γεγονός πρωτίστως, στο οποίο βέβαια συμμετέχει και η σκέψη.
Σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου μετά τη  γέννησή του διαρκώς ανοίγεται και κινείται προς τον κόσμο, αλλά στην εφηβεία αρχίζουν τα πιο αποφασιστικά από αυτά τα βήματα. «Η διεργασία της ανεξαρτητοποίησης του εφήβου και της αναζήτησης νέων αντικειμένων αγάπης έξω από την οικογένεια έχει ως συνέπεια τη χαλάρωση των συναισθηματικών δεσμών και τη μείωση της εξάρτησης από τους γονείς, οι οποίοι μέχρι τώρα αποτελούσαν την κύρια πηγή της συναισθηματικής τροφής του εφήβου».[1]
Η κατάκτηση αυτή δεν γίνεται απότομα αλλά σταδιακά, και μάλιστα διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία. «Στην πρώτη φάση της εφηβείας ενδιαφέρεται κανείς κυρίως να χαλαρώσει την εξάρτηση από τους γονείς ώστε να βγει από την παιδική ζωή. Στο μέσο της εφηβείας απασχολείται με το να «εγκαταστήσει» τον εαυτό του ανάμεσα στους συνομηλίκους. Στην τρίτη φάση το πιο σημαντικό του έργο είναι να μετακινηθεί προς τον κόσμο με έναν τρόπο που θα τον αισθάνεται αυτοκαθοριζόμενο».[2]
Είναι ευνόητο πως η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας δεν θα είναι πάντα ομαλή. Οι γονείς, είτε δεν κατανοούν την ανάγκη των εφήβων να διαφοροποιηθούν, είτε δεν θέλουν να το επιτρέψουν επειδή το εκλαμβάνουν ως έλλειψη αγάπης και ενδιαφέροντος εκ μέρους τους. Συχνά ακούγονται παράπονα για αχαριστία ή ανησυχίες για τις βλαπτικές επιρροές που οι έφηβοι θα δεχθούν μακριά από τους γονείς τους. Έτσι τις περισσότερες φορές οργανώνεται ένα σκηνικό μικρότερων ή μεγαλύτερων συγκρούσεων. Φυσικά υπάρχουν συγκρούσεις εποικοδομητικές και συγκρούσεις άγονες, άλλες που προάγουν την ανεξαρτησία και άλλες που απλώς αυξάνουν την ένταση. Αυτό εξαρτάται από τις προσωπικότητες των γονέων, από το πως κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους κατά τη δική τους εφηβεία, όπως και από τα συναισθήματα οργής και μνησικακίας τα οποία θα αναπτυχθούν κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, καθώς και από τις εξωτερικές επιρροές.
«Οι συγκρούσεις αποτελούν φυσιολογικό και συνηθισμένο μέρος της σχέσης γονέων και εφήβων. Οι έφηβοι συγκρούονται περισσότερο με τις μητέρες τους παρά με τους πατέρες τους και τα κορίτσια ακόμη περισσότερο... Συγκρούσεις στα πλαίσια σχέσης η οποία χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, εγγύτητα, και θετικά συναισθήματα, συνδέονται με μεγαλύτερη εξερεύνηση ταυτότητας και δεξιότητες διαπροσωπικής κατανόησης, ενώ συγκρούσεις που σημαδεύονται από εχθρικότητα, ασυνέπεια, και κλιμάκωση προς μεγάλη ένταση αποξενώνουν τα άτομα μεταξύ τους και περιορίζουν τη δυνατότητα θετικής αλληλεπίδρασης στο μέλλον».[3] Για να αντιληφθούμε τη διαφορά στις συγκρούσεις με τους γονείς τους θα χρειασθεί να γνωρίζουμε πώς οι έφηβοι διατηρούν στενότερη σχέση με τις μητέρες τους παρά με τους πατέρες τους,[4] γι’ αυτό και συγκρούονται περισσότερο με αυτές. (Ας θυμηθούμε το εύρημα που είχαμε συναντήσει προηγουμένως, πως οι γυναίκες συνήθως εγκαθιστούν στενότερες σχέσεις). Συχνά για να πάρεις απόσταση απαιτείται σύγκρουση.
Η εκδήλωση εξωτερικών συγκρούσεων υποδηλώνει τη ύπαρξη και εσωτερικών. Ο έφηβος δοκιμάζεται από αντιτιθέμενες τάσεις μέσα του τις οποίες δυσκολεύεται να συμβιβάσει, από αμφιταλαντεύσεις και παλινωδίες. Η εφηβεία έτσι γίνεται η πιο συγκρουσιακή ηλικία σε εσωτερικό επίπεδο. «Η αμφιθυμία που έχει ο έφηβος είναι επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό που υποδηλώνει την παρουσία, στη διάρκεια της εφηβείας, χαρακτηριστικών από προηγούμενα στάδια της ανάπτυξης. Αυτή μπορεί να εκφραστεί με συναισθηματική αστάθεια στις σχέσεις, την παρατηρούμενη αντίθεση στο τι σκέπτεται και τι αισθάνεται, και τις παράλογες και παράδοξες αλλαγές στη συμπεριφορά... Όλα αυτά τα στοιχεία είναι επίσης ενδεικτικά μιας ανωριμότητας, αλλά αυτό ακριβώς που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η  ανωριμότητα είναι συστατικό στοιχείο υγείας για την εφηβεία. O Winnicott αναφέρει: «Υπάρχει μόνο μια θεραπεία για την ανωριμότητα της εφηβείας και αυτή είναι το πέρασμα του χρόνου». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η ανωριμότητα είναι το πιο σημαντικό πράγμα της εφηβείας. Σε αυτή εμφωλεύουν τα πιο σημαντικά στοιχεία της δημιουργικότητας, των νέων αντιλήψεων και των πρωτοποριακών ιδεών για τη ζωή».[5]
Έτσι οι γονείς δεν καταλαβαίνουν την αντιφατικότητα και απογοητεύονται από την διάψευση των προσδοκιών τους, ενώ την ίδια στιγμή κυοφορείται το επόμενο βήμα της ωρίμανσης. «Για τούς γονείς είναι δύσκολο να καταλάβουν πως στην αρχή της εφηβείας τα παιδιά τους ξαναορίζουν τον εαυτό τους, όταν ακούν το πρωί «Μαμά, θα με χτενίσεις;» και το βράδυ «Θα βγω με τα παιδιά απόψε και θα γυρίσω στις 12, εντάξει;»... Θαυμάζουν και περιφρονούν τούς ενήλικες με μεγάλη ένταση».[6] Επίσης συνήθως βάριουνται να συμβάλουν στις εργασίες του σπιτιού: «Οι γονείς συχνά το βρίσκουν δυσκολότερο να κινητοποιήσουν τούς εφήβους τους να συμβάλουν στο νοικοκυριό παρά να κάμουν τις δουλειές μόνοι τους. Αλλά οι έφηβοι, κυρίως τα αγόρια, πρέπει να μάθουν να συμβάλουν στην καθημερινότητα του σπιτιού».[7] Μία άλλη αντίφαση είναι ότι «στα πρώτα χρόνια της εφηβείας η συναισθηματική απόσταση από τους γονείς ενδέχεται να συνοδεύεται από έλλειψη ανεξαρτησίας απέναντι στις πιέσεις της αμάδες».[8]
Πολύ σημαντικό θα είναι να κατανοήσουν οι γονείς αυτό τον αναπτυξιακό στόχο και να μην αποδώσουν την απομάκρυνση του εφήβου σε δήθεν απόρριψή τους. Οι περισσότερες παρανοήσεις που διαπράττουν προς τους εφήβους είναι τέτοιας φύσεως. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως οι έφηβοι αγαπούν τους γονείς τους ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, αλλά προσδοκούν ένα γονέα που θα τούς βοηθήσει να μεγαλώσουν.
Αν και συχνά δίνουν την εντύπωση πως έχουν αποσυνδεθεί ψυχικά από τους γονείς τους, σε πολλές έρευνες διαπιστώνεται ότι αισθάνονται συναισθηματικά κοντά τους και τους σέβονται. Μάλιστα, όταν πρόκειται για μακροπρόθεσμες επιλογές (εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές) λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν την γνώμη των γονέων τους, καμιά φορά περισσότερο και από των συνομηλίκων τους.[9] Ακόμη και όταν δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν να διακόψουν τους δεσμούς με την οικογένεια και να φύγουν από το σπίτι, στην πραγματικότητα αυτό που μάλλον επιθυμούν είναι να επαναδιαπραγματευθούν τους ρόλους και τις σχέσεις, εξερευνώντας την ταυτότητά τους και αποκρυσταλλώνοντας μια αίσθηση του ποιοι πραγματικά είναι.[10]
Είναι προφανές ότι για να λάβει χώρα η ψυχική ανεξαρτησία απαιτείται ανάπτυξη της κρίσης. Ο έφηβος χρειάζεται προσωπικό τρόπο κατανόησης του κόσμου και όχι δοτό όπως συνέβαινε όταν ήταν παιδί. Με την κρίση (την οποία κατευθύνει προς άλλους: καθηγητές, πολιτικούς, θεσμούς κτλ.) αναγκαστικά «κατεβάζει» και τους γονείς του από την ιδανική θέση στην οποία τους είχε ανέκαθεν. Είναι εύλογο ότι κανείς δεν μπορεί να μείνει στο απυρόβλητο. Έτσι η αποεξιδανίκευση γίνεται δείκτης της γνωστικής ωρίμανσης και αίτιο συναισθηματικής εξέλιξης. Φυσικά, κάθε άλλο παρά καλοδεχούμενη είναι από τούς γονείς οι οποίοι συνήθως αγνοούν τη νομοτέλειά της και τούς υγιείς σκοπούς πού εξυπηρετεί.

 

 Από το νέο βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού
«Ταραγμένη Άνοιξη, Για μια κατανόηση της εφηβείας»,
εκδόσεις ΔΟΜΗ-ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ

________________________________________
[1] Γιάννη Τσιάντη Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου-οικογένειας, «Εφηβεία», τόμος 2ος, τεύχος 1ο, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σ. 19-30.
[2] Marsha Levy-Warren The adolescent journey. Jason Aronson inc, 1996, σ. 3-4.
[3] W. Andrew Collins, Daniel Repinski Relationships during adolescence: continuity and change in interpersonal pespective. “Personal relationships during adolescence”, Raymond Montemayor, Gerald Adams, Thomas Gullotta (eds.), Sage publ., 1994, σ. 7-36.
[4] ό.π. Στόν ίδιο τόμο αναφέρεται και το στοιχείο πως οι μητέρες είχαν μεγαλύτερη ευστοχία από τους πατέρες να προβλέψουν τις απαντήσεις των εφήβων παιδιών τους σε διάφορα ερωτηματολόγια ερευνών, σημάδι προφανώς της ικανότητας τους να κατανοούν καλύτερα τον ψυχισμό του παιδιού τους (Στο Patricia Noller Relationships with parents in adolescence: process and outcome. “Personal relationships during adolescence”, Raymond Montemayor, Gerald Adams, Thomas Gullotta (eds.), Sage publ., 1994, σ. 37-77).
[5] Γιάννη Τσιάντη Δυναμικές αλληλεπιδράσεις και διεργασίες στις σχέσεις εφήβου-οικογένειας, «Εφηβεία», τόμος 2ος, τεύχος 1ο, εκδ. Καστανιώτη, 1998, σ. 19-30.
[6] Marsha Levy-Warren The adolescent journey. Jason Aronson inc, 1996, σ. 21, 24.
[7] Reed Larson, Maryse Richards Divergent realities: the emotional lives of mothers, fathers, and adolescentσ. BasicBooks, 1994, σ. 223-224.
[8] Susan Silverberg, Dawn Gondoli Autonomy in adolescence: a contextualixed perspective. “Psychosocial development during adolescence”, Gerald Adams, Raymond Montemayor, Thomas Gullotta (edσ.), Sage publ., 1996, σ. 12-61.
[9] ό.π.
[10] Patricia Noller Relationships with parents in adolescence: process and outcome. “Personal relationships during adolescence”, Raymond Montemayor, Gerald Adams, Thomas Gullotta (edσ.), Sage publ., 1994, σ. 37-77.


Εκτύπωση   Email