Μετανοούντες και αμετανόητοι

metanoiaΗ στιγμή της προσέλευσης του ορθόδοξου  πιστού στο μυστήριο της εξομολογήσεως  αποτελεί  μια κορυφαία στιγμή της ζωής του. τότε είναι που μπορεί να ζήσει το θαύμα της θεραπείας του. Όμως όλοι οι άνθρωποι για τον ίδιο λόγο προσέρχονται; Σχηματικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε τρεις διαφορετικούς  τύπους προσέγγισης στο μυστήριο:

Ο θρησκευτικός ή ενοχικός άνθρωπος
Έχει αποφασίσει για  τον εαυτό του, φταίει, έχει παραβεί το νόμο  και θέλει να τιμωρηθεί. Έρχεται για να υποστεί τις συνέπειες της παράνομης πράξης του. Η εξομολόγηση αποτελεί μια  τυπική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.  Επιλέγει τον πιο αυστηρό εξομολόγο, για να του επιβάλει αυστηρά επιτίμια, για να είναι η διαδικασία έγκυρη. Πρέπει να τον συμβουλεύεται και στην  παραμικρή λεπτομέρεια. Κάθε πράξη του αποκτά απίθανες διαστάσεις, αφού θα μπορούσε να αποτελέσει την Κερκόπορτα, από όπου  θα μπορούσε να μπει ο διάβολος. Αποφεύγει τους άλλους  ανθρώπους γιατί είναι η οδός προς την κόλαση. Το άλλο φύλο, ο/η σύντροφός του, οι συγγενείς, οι συνάδελφοι, οι κοσμικοί, ο επίσκοπος, η διοικούσα Εκκλησία, όλοι είναι δυνάμει εχθροί.  Μόνο καταφύγιο ο πνευματικός του. Ένας πνευματικός που είναι διαθέσιμος κάθε στιγμή, ώστε να μπορεί να του λέει τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει. Ένας Ιερέας που δεν έχει προσωπικό χώρο και χρόνο.
Δημιουργείται ένα παθολογικό δίδυμο πνευματικού και πνευματικού τέκνου, που καλύπτει παθολογικές καταστάσεις. Διακόπτεται η επικοινωνία  με κάθε τρίτο πρόσωπο (σύντροφος, γονιός, φίλος) που μπορεί να σχολιάσει αρνητικά αυτή τη σχέση, και ευνοείται μόνο η επικοινωνία με κάποιους άλλους εξομολογούμενους, που επιβεβαιώνουν και αυτοί την στάση του με το να υμνούν, τον κοινό πνευματικό τους. Αν μάθει ότι κάποιος πνευματικός  στέκεται με κατανόηση απέναντι στα πρόσωπα που έχουν αμαρτήσει, τότε αναστατώνεται. Ο πνευματικός αυτός καθίσταται ανενεργός, επικίνδυνος και όργανο του διαβόλου. Δεν θα άντεχε ποτέ έναν  Ιερέα που να αγγίζει τα τραύματα του ανθρώπου με θεραπευτική τρυφερότητα. Η προσέλευσή του στην εξομολόγηση δεν αφορά τη μετάνοια. Τα μυαλά του είναι καθηλωμένα στη νομική  αντίληψη των πράξεων.

Ο κοσμικά θρησκευόμενος άνθρωπος
Προσέρχεται στην εξομολόγηση για να ικανοποιήσει τις επί μέρους θρησκευτικές του ανάγκες. Μπορεί να συμμετέχει στις ακολουθίες  και τα μυστήρια, αλλά δεν επιτρέπει την αλλοίωσή του από αυτά. Εξωτερικά είναι «σίγουρος» άνθρωπος που έχει τακτοποιήσει τα πάντα.  Όμως πάντα παραμένει ανασφαλής άνθρωπος  που δεν τολμά να σχετιστεί, γιατί κάθε γνήσια σχέση  είναι απειλή  για την ισορροπία του, αφού μπορεί να καταδείξει την κενότητά του. Νοιώθει αυτάρκης και ικανοποιημένος για τη στάση του. Αυτός κάνει ό,τι πρέπει.  Οι άλλοι φταίνε. Οι άλλοι δημιουργούν τα προβλήματα.  Οι άλλοι γίνονται η κόλαση, όταν επιζητούν  να υπάρχουν ως διαφορετικά πρόσωπα. Οι άλλοι πρέπει να υπάρχουν για να τον επιβεβαιώνουν. Πρέπει να λένε πόσο καλός  και πόσο σωστός είναι. Επί πλέον χρειάζονται για να τον φροντίζουν, να τον διευκολύνουν και να τον εξυπηρετούν. Επομένως παραμένει πάντα μόνος, έστω και αν περιστοιχίζεται από άλλους ανθρώπους. Για την Εκκλησία και τον Θεό έχει διαφυλάξει έναν αντίστοιχο ρόλο. Θα πρέπει να του επιβεβαιώνουν την πορεία του. Θα πρέπει να καθησυχάζουν τις αγωνίες του. Θα πρέπει να του καλύπτουν τις δυσκολίες του. Τότε αυτός θα μετέχει στην Εκκλησία, θα νοιώθει μέλος της, θα εκκλησιάζεται και θα του είναι αρεστό να μετέχει και στο φιλανθρωπικό έργο της. Θα συνεισφέρει οικονομικά  στην ενίσχυση του εκκλησιαστικού έργου, αφού αυτό θα πιστοποιεί την αναγόρευσή του ως ευεργέτη. Αφού παραχώρησε στον Θεό κάποια χρήματά του και κάποιο χρόνο, θεωρεί ως αυτονόητο ότι και ο Θεός, θα πρέπει να του είναι υπόχρεος. Επομένως θα πρέπει να δείξει κατανόηση στις όποιες ατέλειές του, που σίγουρα δεν είναι πολλές, αφού ούτε σκότωσε, ούτε έκλεψε…
Αντίστοιχα αντιμετωπίζει  τον Ιερέα, τον οποίο θεωρεί υπάλληλο για την ικανοποίηση των θρησκευτικών του αναγκών. Αν τύχει ο Ιερέας και δεν ψέλνει καλά, δεν τελειώνει σύντομα τις ακολουθίες, και δεν του χαμογελάει με τιμή κάθε φορά που τον βλέπει,  τότε πρόκειται για έναν κακό υπάλληλο. Πολύ περισσότερο αν τυχόν  ο Ιερέας  δεν θελήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για μαγική θρησκευτικότητα. Τότε η γλυκύτητα  και η ανοχή  του απέναντι στον Ιερέα  εξαντλούνται. Τότε θα του επιτεθεί και θα τον διαβάλλει. Τότε θα τον θεωρήσει οπισθοδρομικό. Τότε θα διακόψει κάθε σχέση μαζί του και θα φροντίσει να βρει κάποιον άλλον Ιερέα που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Τότε θα διακόψει κάθε σχέση με την Εκκλησία αφού η Εκκλησία δεν εκσυγχρονίζεται και ζητά να ανακατεύεται στη ζωή των ανθρώπων, αντί... να παραμένει στα θρησκευτικά της καθήκοντα. Τέλος αν κάποια στιγμή, όταν του συμβεί κάτι όντως κακό, τότε θα αναρωτηθεί: «γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο  σε μένα;». Ο Θεός δεν είναι δίκαιος ή δυνατός, αφού δεν προστατεύει αυτούς που του έκαναν τη χάρη να αναγνωρίσουν την ύπαρξή του. Και παραμένει στο ψευδή εαυτό του. Δεν έχει την στοιχειώδη αυτογνωσία. Γι΄ αυτό και δεν έχει κάτι να εξομολογηθεί.

Ο αυθεντικός πιστός άνθρωπος
Βρίσκεται σε μια συνεχή πάλη με τον εαυτό του, με τους άλλους και τον Θεό, καθώς αναζητά το πρόσωπό του. Γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος. Έχει αυτό το δικαίωμα από τον Θεό, αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία είναι το ζητούμενο  και όχι το δεδομένο της ζωής του. Οι άλλοι άνθρωποι γύρω του τον δυσκολεύουν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και την ελπίδα του. Στις  ανθρώπινες σχέσεις έχει συναντήσει ό,τι καλύτερο μπορεί να του συμβεί: Τον ίδιο τον Θεό. Ταυτόχρονα όμως έχει ζήσει και ανθρώπινες σχέσεις που τον δυσκόλεψαν. Όμως γνωρίζει  ότι αν θα χρέωνε την αποτυχία του στους άλλους, τότε η ανακούφισή του θα ήταν μόνο προσωρινή. Για αυτό και ψάχνει μέσα του την όποια διέξοδο. Για την αναζήτηση γνωρίζει ότι δεν είναι επαρκείς μόνο οι  δικές του δυνάμεις. Όχι από μια ψεύτικη  ταπεινοφροσύνη, αλλά από τη σιγουριά  ότι ενώ έχει πετύχει πολλά και σημαντικά πράγματα στην ζωή του, αυτά δεν είναι αρκετά να του δώσουν μια γνήσια διέξοδο. Αναζητά την σχέση του με τον Θεό. Ανάμεσα  στο πρόσωπο του Θεού και το δικό του,  μπαίνουν οι αντιλήψεις περί Θεού και οι δικές του ατέλειες. Εμπιστεύεται όμως τον Θεό και ελπίζει σε Αυτόν. Οι όποιες αποτυχίες ή επιτυχίες του,  μπορεί προσωρινά να τον απομακρύνουν από τον Θεό, αλλά ταυτόχρονα δύναται να καταστούν εφαλτήριο για την πνευματική  του ζωή.  Όταν όμως κάποιες στιγμές -πόσες άραγε μέσα στη ζωή; -  φανερωθεί το πρόσωπο του Θεού  μέσα στη σχέση με τους ανθρώπους, τότε μια γνήσια βαθιά χαρά  γεμίζει την ύπαρξή του. Ταυτόχρονα όμως  και μια λύπη απλώνεται. Γιατί; Απαιτήθηκε τόσος χρόνος ζωής για να μπορέσω να δω αυτό που υπήρχε πάντα γύρω μου, πλάι μου, μέσα μου.  Και τότε είναι η στιγμή της μετανοίας! Μια μετάνοιας  όπου ο νους  μεταστρέφεται, όχι λόγω κάποιας  ψυχολογικής πίεσης, αλλά λόγω φωτισμού. 
Μπόρεσα να δω διαφορετικά, από άλλη οπτική γωνία  και τα πράγματα καθάρισαν. Πλησιάζω την πηγή της ζωής. Παίρνω την ευθύνη να προσεγγίσω την πηγή. Η πηγή υπάρχει αλλά πρέπει να κάνω και εγώ το βήμα για να ενεργοποιηθεί το θαύμα.  Όπως ο παραλυτικός έπρεπε να σηκώσει το κρεβάτι του για να ζωντανέψουν τα πόδια του. Όπως ο τυφλός που έπρεπε να πάει στην πηγή και να πλύνει τη λάσπη των ματιών του για να μπορέσει να δει. Κάποιοι θα  πουν, ότι  μάλλον πρέπει να ταλαιπωρηθεί ο αμαρτωλός για να αποδείξει την έμπρακτη μετάνοιά του. Σαν να λέμε, να εκτίσει την ποινή του, να πληρώσει το πρόστιμο της αμαρτίας. Όμως αυτή η ανθρώπινη μιζέρια δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα πανάγαθο Δημιουργό της ομορφιάς και της αγάπης.  Μου ζητά να τον προσεγγίσω και να συμμετάσχω ενεργά στην αποκατάστασή μου.  Μου ζητά να αναλάβω μέρος της θεραπείας μου.  Δεν μετανιώνω με το να κλαίω απαρηγόρητος, με μαύρα και μίζερα δάκρυα αυτομομφής, αλλά τα δάκρυά μου καθαρίζουν τους σκονισμένους  ορίζοντές  μου, και τότε ο πνευματικός- εξομολόγος γίνεται η ευκαιρία. Θα μπορέσει να μου πιστοποιήσει τη γνησιότητα ή την ψευδαίσθηση. Θα μπορέσει να διαπλατύνει το πεδίο  μου με την δική του εμπειρία. Θα μπορέσει να με οδηγήσει και σε άλλες πλευρές που μένουν σκοτεινές. Τότε η μετάνοια είναι ευκαιρία,  και ταυτίζεται με τη ζωή. Με την ελπίδα. Δεν είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Αντίθετα η άρνησή της μετάνοιας ισοδυναμεί με την άρνηση της ζωής.

Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η ψυχαναγκαστική απαρίθμηση πράξεων που αποδεικνύουν την ενοχή μου.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η απόφασή μου να μην ξανααμαρτήσω, που θα συνδυάζεται με το να σταματήσω να  ζω.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η απώλεια της ελευθερίας μου και η παράδοσή σε κάποιον άλλον που από δω και πέρα θα αποφασίζει για μένα.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η ισοπέδωση της προηγούμενης ζωής του μετανοούντος, στην οποία δεν υφίσταται κάτι θετικό που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και στη νέα φάση.
Μετάνοια είναι το πέταγμα ενός άχρηστου βάρους που εμποδίζει την ελευθερία.
Μετάνοια είναι η βεβαιότητα ότι η  συνάντησή μου με τους άλλους ανθρώπους, μπορεί να γίνει  δημιουργική, γιατί η  παραβολή του ασώτου Υιού, είναι μια ιστορία συνάντησης ενός πολύ καλού πατέρα και ενός πολύ δυνατού παιδιού.
(Σύγχρονος Γέροντας)

Από το βιβλίο του  Δ.  Καραγιάννη «Ρωγμές και αγγίγματα», εκδόσεις Αρμός. Επιτομή από τον π. Ιωάννη Καλογερόπουλο


Εκτύπωση   Email