Πολλές φορές, βλέποντας την νευρική δραστηριότητα, που έχουνε οι άνθρωποι του καιρού μας, έρχονται στο στόμα μου τα λόγια τούτα του Προφητάνακτος Δαυΐδ: «Ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου και η υπόστασίς μου ωσεί ουδέν ενώπιόν σου. Πλην τα σύμπαντα ματαιότης, πας άνθρωπος ζων. Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλην μάτην ταράσσεται».
Οι άνθρωποι βρίσκουνται σε ακατάπαυστη κίνηση, σαν μανιακοί. Άλλοι τρέχουνε από δω, άλλοι από κει. Όλοι βιάζουνται. Δοξάζω τον Θεό άμα δω κανέναν να πορεύεται ήσυχα, χωρίς να βιάζεται. Θαρρείς πως ο διάβολος τους κυνηγά με μια βουκέντρα, και δεν τους αφήνει να ησυχάσουνε. Άλλοι τρέχουνε λαχανιασμένοι να πιάσουνε την χρυσή ρόδα, που την κυλά μπροστά τους ο διάβολος, που τον λέγανε οι αρχαίοι Ερμή, σκουντουφλάνε ο ένας απάνω στον άλλον στα χρηματιστήρια, στις Τράπεζες, στις μπούρσες, στις κούρσες, στα καζίνα. Άλλοι κυνηγούνε λογής-λογής συνέδρια, και συζητάνε περί ανέμων και υδάτων, άλλοι μαζεύονται και αλληλοθαυμάζονται κι αλληλομισιούνται σε σωματεία, σε συλλόγους, σε εταιρείες, άλλοι μαζεύουνται σαν τα μυρμήγκια κατά χιλιάδες, και βλέπουνε τα λεγόμενα ματς, με κάτι αγριοφωνάρες που θαρρείς πως βγαίνουνε από το θηριοτροφείο, άλλοι κάνουνε καλλιστεία, άλλοι εκθέτουνε τα έργα της τέχνης τους και καμαρώνουνε, ως που να περάσουνε δυο-τρεις μέρες και να τους ξεχάσουνε οι θαυμαστές τους, άλλοι τυπώνουνε βιβλία, άλλοι βγάζουνε λόγους σαν βραχνιασμένοι βάτραχοι, άλλοι κάνουνε τον παλληκαρά που δεν φοβάται τίποτα, ώσπου να καταντήσουνε σε λίγα χρόνια σαν ξεφουσκωμένες καραμούζες, άλλοι συζητάνε για λεπτά αισθητικά προβλήματα με κάτι κλούβιες κυρίες που τα μάτια τους είναι σαν άψυχες χάντρες και που μιλάνε σαν φωνόγραφα, χωρίς να ξέρουνε τι λένε, άλλοι γεμίζουνε τα θέατρα για να αισθανθούνε «το ρίγος της τέχνης», άλλοι ακούνε συνοφρυωμένοι και βυθισμένοι εις βάθος δυσθεώρητον τα «αριστουργήματα της μουσικής», άλλοι κάνουνε ψυχικές έρευνες με επιστημονική αξιοπρέπεια… Όλοι, τέλος πάντων, καταγίνουνται με όλα όσα μπορούνε να γίνουνε σε τούτο τον ντουνιά, για να ξεχάσουνε τον εαυτό τους, για να μην απομείνουνε μοναχοί και δούνε τη γύμνια τους, τη μιζέρια τους, το χάος που τους ζώνει. Για να γεμίσουνε τη ζωή τους ρίχνουνε μέσα σ’ αυτό το άδειο πράγμα ό,τι βρούνε μπροστά τους, φτάνει να γεμίσει και να σταθεί, σαν το άδειο τσουβάλι όρθιο, που το παραγεμίζεις με πατσαβούρες, παλιόχαρτα, παλιοκούτια. Ρίχνουνε αποπάνω τους για να σκεπασθούνε παπλώματα, κουβέρτες, φλοκάτες, νιτσεράδες, σαν τον θερμιασμένον που δεν ειμπορεί να ζεσταθεί με κανέναν τρόπο.
Μ’ όλα που κάνει για να ησυχάσει ο άνθρωπος ο κενός, που δεν έχει μέσα του φλέβα ζωής αληθινής, με όλον τον «μωρόν ζήλον» που δείχνει, δεν καταφέρνει τίποτα: «Μάτην ταράσσεται», «αδιαφόρετα ξετινάζει».
Θεέ μου. Πόσο δυστυχισμένος ο άνθρωπος, που βρίσκεται μακρυά σου. Εκείνος που θέλει να έχει την λεγόμενη ελευθερία, στηριγμένος στον εαυτό του. «Ματαιότης πας άνθρωπος ζων». Καλά τα λέγεις, γερό-Δαυΐδ, που τα πέρασες όλα, ως που ν’ αράξεις στο λιμάνι, ως που να βρεις τον πολύτιμον μαργαρίτην. Κι ο γυιός σου ο Σολομώντας, που δοκίμασε όλες αυτές τις ψεύτικες παρηγοριές, όλα αυτά που δεν δίνουνε αληθινή τροφή στην ψυχή και στην καρδιά, να τι λέγει: «Ματαιότης, ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Τις περίσσεια τω ανθρώπω εν παντί μόχθω αυτού ω μοχθεί υπό τον ήλιον; Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, και η γη εις τον αιώνα έστηκε. Και ανατέλλει ο ήλιος και εις τον τόπον αυτού έλκει… Ουκ έτσι μνήμη τοις πρώτοις, και γε τοις εσχάτοις γενομένοις ουκ έσται αυτών η μνήμη μετά των γενησομένων εις την εσχάτην… Περισπασμόν πονηρόν έδωκεν ο Θεός τοις υιοίς των ανθρώπων του περισπάσθαι εν αυτώ. Είδον σύμπαντα τα ποιήματα τα πεποιημένα υπό τον ήλιον. και ιδού τα πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος… Και γε τούτο είδον εγώ, ότι από χειρός Θεού εστίν. ότι τις φάγεται και τις πίεται πάρεξ αυτού; Ότι τω ανθρώπω τω αγαθώ προ προσώπου αυτού έδωκεν σοφίαν και γνώσιν και ευφροσύνην, και τω αμαρτάνωντι έδωκε περισπασμόν του προσθήναι και του συναγαγείν, του δούναι τω αγαθώ προ προσώπου του Θεού, ότι και γε τούτο ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος». Και άλλα πολλά λέγει για τη ματαιότητα των ανθρώπων και για την αέναη ταραχή τους ο σοφός Σολομών και πίσω-πίσω λέγει: «Τέλος λόγου: το παν άκουε. τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος. Ότι σύμπαν το ποίημα ο Θεός άξει εν κρίσει, εν παντί παραεωραμένω, εάν αγαθόν και εάν πονηρόν. Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιούσιν αυτήν. Ευσέβεια δε εις Θεόν αρχή αισθήσεως, σοφίαν δε και παιδείαν ασεβείς εξουθενήσουσιν». «Η ευσέβεια, λέγει, είναι αρχή αισθήσεως». Οι άνθρωποι που δεν την έχουνε, πορεύουνται σαν τους τυφλούς μέσα στη νύχτα, «σκιαμαχούντες εν σκότει». Αυτοί δεν έχουνε αίσθηση, δεν νοιώσανε αληθινά τι είναι η ζωή, γιατί δεν απομείνανε με τους εαυτούς τους, αλλά είναι περισπασμένοι ολοένα «περισπασμώ πονηρώ», με τις ψευτιές με τις οποίες γεμίζουνε τη ζωή τους. Δεν θησαυρίζουνε, όπως λέγει ο Χριστός, θησαυρούς εν ουρανοίς που δεν τους τρώγει ο σάρακας και η βρωτίδα. Σωριάζουνε μέσα τους και γύρω τους ένα σωρό πράγματα που δεν θρέφουνε το πνεύμα τους, δηλαδή τον αληθινό εαυτό τους. Καταγίνουνται με πολλά, ενώ ένα πράγμα μοναχά τους χρειάζεται «ενός εστι χρεία». Όποιος απ’ αυτούς ανοίξει τα μάτια του και δει τη γύμνια του και τι ίσκιους έπαιρνε για αλήθειες, πιάνει και πετά από μέσα του κι από γύρω του όλες αυτές τις αδιαφόρετες σαβούρες, όσα σώρεψε βιαστικά σαν μανιακός, «εκβάλλει εκ του ταμείου της ψυχής αυτού κενά και παλαιά», και βάζει μέσα του μοναχά τον αληθινό μαραγαρίτη, κ’ είναι γεμάτος χαρά, και φωνάζει σαν τη γυναίκα που έψαχνε παντού: «Βρήκα τη δραχμή που έχασα.» Δηλαδή: Βρήκα τον εαυτό μου, βρήκα την αληθινή ζωή, γιατί βρήκα μέσα μου αυτό που πλάσθηκε κατ’ εικόνα του Θεού που είπε: «Εγώ είμαι η ζωή κ’ η αλήθεια. Όποιος δεν ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήξει μέσα στο σκοτάδι της ψευτιάς, αλλά θα έχει το φως της ζωής».
Πρόσεξέ τα αυτά, σε παρακαλώ. Δεν είναι λόγια. «Ο λόγος ο σος η αλήθεια εστί». Ο ίδιος ο Σολομών λέγει: «Αι οδοί των δικαίων ομοίως φωτί λάμπουσι, προπορεύονται και φωτίζουσιν, έως κατορθώση η ημέρα. Αι δε οδοί των ασεβών σκοτειναί, ουκ οίδασι πως προσκόπτουσιν. Υιέ, εμή ρήσει πρόσεχε, τοις δε εμοίς λόγοις παράβαλλε σον ους. Όπως μη εκλήπωσί σε αι πηγαί σου, φύλαττε αυτάς εν καρδία. Ζωή γαρ εστί τοις ευρίσκουσιν αυτάς, και πάση σαρκί ίασις. Πάση φυλακή τήρει την καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής». «Γιέ μου, τίμα τον Κύριο και θα νοιώσεις δύναμη, και παρεκτός από αυτόν μη φοβάσαι άλλον. Φύλαξε τις παραγγελίες μου, και τα λόγια μου σαν τα μάτια σου. Και πέρασέ τα σαν δαχτυλίδια στα δάχτυλά σου, γράψε τα απάνω στο πλάτος της καρδιάς σου».
Για την αληθινή σοφία, που είναι αρχή της ο φόβος του Θεού, λέγει πως αυτή δίνει ασφάλεια στην καρδιά, φρονιμάδα και δύναμη. Η ίδια αυτή σοφία λέγει: «Ο Κύριος με έχτισε να είμαι η αρχή στους δρόμους και στα έργα του. Πριν από τους αιώνες με θεμελίωσε, πριν να πλάσει τη γη. Και πριν να κάνει τας αβύσσους, πριν να βγούνε οι πηγές των υδάτων. Πριν να θεμελιωθούνε τα βουνά με γέννησε εμένα. Τον καιρό που ετοίμαζε τον ουρανό, ήμουνα μαζί του, και τότε που έβαζε τον θρόνο του απάνω στους ανέμους. Τον καιρό που έκανε υψηλά τα δυνατά σύννεφα, και έβαζε τις σίγουρες πηγές κάτω από τον ουρανό, και τότε που έκανε γερά τα θεμέλια της γης, ήμουνα κοντά του και τα προσάρμοζα. Εγώ ήμουνα εκείνη που χαιρότανε ο Κύριος για μένα. και κάθε ημέρα ευφραινόμουνα από το πρόσωπό του σε κάθε καιρό. Γιατί ευφραινότανε ο Κύριος σαν αποτέλειωσε την οικουμένη, και χαιρότανε γιατί έπλασε τους ανθρώπους. Τώρα, άκουγέ με, γυιέ μου. Καλότυχος ο άνθρωπος που θα μ’ ακούσει, ο άνθρωπος που θα φυλάξει τους δρόμους που του δείχνω, εκείνος που αγρυπνά κάθε πρωί στην πόρτα μου, εκείνος που φυλάγει και καρτερά να έβγω. Γιατί από μένα αναβρύζει ζωή, κ’ ετοιμάζεται το θέλημα του Κυρίου. Κι όσοι αμαρτάνουνε σ’ εμένα, κάνουνε κακό και κρίμα στις δικές τους ψυχές, κι όσοι με μισούνε εμένα, αυτοί αγαπάνε το θάνατο».
Άκουσες λόγια που είναι σαν διαμάντια αθάνατα; «Από μένα, λέγει η κατά Θεόν σοφία, βγαίνει η ζωή, κι όσοι αμαρτάνουνε και δεν με θέλουνε, και κυνηγάνε τους ίσκιους της ψευτιάς, αυτοί κάνουνε κακό στις ψυχές τους, κι όσοι με μισούνε, αυτοί αγαπούνε τον θάνατο». Θαρρούνε οι δυστυχείς, πως ξεφεύγουνε από τον θάνατο με το να καταγίνουνται με όσα τους κάνουνε να τον λησμονήσουνε, αντί να ‘ρθούνε να πιούνε από την αθανασία που βγαίνει από μένα, δηλαδή από τον Θεό που τους έπλασε.
Θα πούνε πολλοί, πως αυτές οι ψευτιές είναι η αληθινή ζωή για τους ανθρώπους κ’ ίσως με περιπαίξουνε πως κάνω Θεολογία στον σημερινό καιρό, που αν ο άνθρωπος βρήκε τέλος την ευτυχία του στα χειροπιαστά πράγματα. Μα τους ρωτώ: Ποιος από τους σημερινούς βυθίστηκε τόσο στην καρδιά του ανθρώπου σαν τον Δαυΐδ και σαν τον Σολομώντα, σ’ αυτή την άβυσσο, που βρίσκεται ο πολύτιμος μαργαρίτης; Όλοι σήμερα κολυμπάνε στο απέραντο πέλαγος της ζωής, που δεν έχει όμως παραπάνω από μια οργυιά βάθος. Τώρα, απάνω από την μερμηγκιά που στριφογυρίζει σε μια αέναη κίνηση, που «μάτην ταράσσεται», ακούγεται πιο δυνατά η φωνή του Προφητάνακτος, που κράζει: «Υιοί ανθρώπων, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος».
Όποιος έχει αυτιά για να τα ακούγει, ας την ακούσει.
του Φώτη Κόντογλου
Από το βιβλίο «Ευλογημένο Καταφύγιο»