Τεύχος 4   30 Δεκεμβρίου 2010

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2011
Περιτομή Ιησού Χριστού / Βασιλείου του Μεγάλου

Ο Απόστολος της Πρωτοχρονιάς
Προς Κολοσσαείς Επιστολή Παύλου (β΄ 8-12)

Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Προσέχετε μήπως σᾶς παρασύρῃ κανεὶς μὲ τὴν φιλοσοφίαν καὶ μὲ κούφια ἀπατηλὰ πράγματα, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι κατὰ Χριστόν, διότι εἰς αὐτὸν κατοικεῖ ὁλόκληρον τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος ἐν σωματικῇ μορφῇ. Καὶ ἐν αὐτῷ εἶσθε πλήρεις· αὐτὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ κἀθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Ἐν αὐτῷ ἐπίσης ἔχετε περιτμηθῆ, ὄχι μὲ περιτομὴν καμωμένην μὲ χέρια ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ τῆς ἀποβολῆς τοῦ σαρκίνου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιασθήκατε μαζί του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖον καὶ ἀναστηθήκατε μαζί του διὰ τῆς πίστεως εἰς δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

Το Ευαγγέλιο της Πρωτοχρονιάς
Κατά Λουκάν (β΄ 20-21, 40-52)

Τῷ καιρῷ εκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ.
Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό. Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. Καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ.
Νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. Καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ.
Καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; Οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; Καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς.
Καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. Καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.

 

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ἐπέστρεψαν οἱ βοσκοὶ καὶ ἐδόξαζαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεόν, δι’ ὅλα, ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως τοὺς εἶχε εἰπωθῆ. Καὶ ὄταν συμπληρώθησαν αἱ ὀκτὼ ἡμέραι διὰ νὰ κάμουν τὴν περιτομὴν τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἐδόθηκε τὸ ὄνομά του Ἰησοῦς, ὄπως ὠνομάσθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελον πρὶν συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλιά.
Τὸ δὲ παιδὶ ἐμεγάλωνε καὶ ἐδυνάμωνε κατὰ τὸ πνεῦμα ἐπειδὴ ἐγέμιζε ἀπὸ σοφίαν καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἐπάνω του.
Καὶ οἱ γονεῖς του ἐπήγαιναν κάθε χρόνο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα. Ὅταν ἦτο δώδεκα ἐτῶν ἀνέβηκαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, κατὰ τὸ ἔθιμον τῆς ἑορτῆς, καὶ ὅταν ἐτελείωσαν τὰς ἡμέρας, ἐνῷ ἐπέστρεφαν, παρέμεινε τὸ παιδὶ Ἰησοῦς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα του.
Ἐπειδὴ δὲ ἐνόμισαν ὅτι ἦτο μὲ συντροφιά, ἐβάδισαν μιᾶς ἡμέρας δρόμον καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν γνωστῶν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸν εὑρῆκαν, ἐγύρισαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες τὸν εὑρῆκαν νὰ κάθεται εἰς τὸν ναὸν εἰς τὸ μέσον τῶν διδασκάλων καὶ νὰ τοὺς ἀκούῃ καὶ νὰ τοὺς ἐρωτᾷ. Ὅλοι δὲ ὅσοι τὸν ἄκουαν, ἐθαύμαζαν διὰ τὴν νοημοσύνην καὶ τὰς ἀπαντήσεις του.
Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, ἐξεπλάγησαν καὶ ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε, «Παιδί μου, γιατὶ μᾶς φέρθηκες ἔτσι; Ὁ πατέρας σου καὶ ἐγὼ σ’ ἐζητούσαμε μὲ μεγάλην ἀνησυχίαν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατὶ μ’ ἐζητούσατε; Δὲν ἠξέρατε ὅτι πρέπει νὰ εἶμαι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μου;». Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν κατάλαβαν τὶ ἐννοοῦσε μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς εἶπε.
Καὶ ἐπέστρεψε μαζί τους εἰς τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπακούῃ εἰς αὐτούς. Ἡ μητέρα του ἐφύλαγε εἰς τὴν καρδιά της ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα. Καὶ ὁ Ἰησοῦς προώδευε εἰς σοφίαν καὶ σωματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ εὔνοιαν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.
 

Ο ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Περιτομὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό.
Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος.
Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους :
Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα;
Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο.
«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση».
Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».
Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.
Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες.
Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος.

Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.


Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Καπαδόκης

Ὁ Μέγας Βασίλειος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατέρας του Βασίλειος ἦταν ρήτορας, ἐγκατεστημένος στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ ἦταν υἱὸς τῆς Μακρίνης, ἡ ὁποία ὑπέστη πολλὰ μετὰ τοῦ συζύγου της κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Μαξιμίνου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη στὴν πίστη διδάσκαλος τοῦ ἐγγονοῦ της Βασιλείου.
Ἡ μητέρα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὀνομαζόταν Ἐμμέλεια, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἦταν θυγατέρα Μάρτυρος, εὐλαβέστατη καὶ πολὺ φιλάνθρωπη. Ἀπὸ τὸν γάμο της μὲ τὸν Βασίλειο γεννήθηκαν ἐννέα παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ τέσσερα ἦταν ἀγόρια. Τὸ πρωτότοκο παιδὶ τους ἦταν ἡ Μακρίνα, ἡ ὁποία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μνηστῆρα της, ἐπιδόθηκε στὴν θεία ἄσκηση.
Ἀπὸ τὰ τέσσερα ἀγόρια, τρεῖς ἔγιναν Ἐπίσκοποι, ὁ Βασίλειος στὴν Καισάρεια, ὁ Γρηγόριος στὴ Νύσσα καὶ ὁ Πέτρος στὴ Σεβαστεία. Ὁ Ναυκράτιος πέθανε νέος, σὲ ἡλικία 27 ἐτῶν. Πρὸ τοῦ Πέτρου γεννήθηκε ἡ Θεοσεβία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλαβε τὴν πρώτη χριστιανικὴ διαπαιδαγώγησή του ἀπὸ τὴ μητέρα καὶ τὴ γιαγιά του καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴν πατρίδα του. Σπούδασε στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καὶ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου «ηὐδοκίμει σοφιστῶν τε καὶ φιλοσόφων τοὶς τελειοτάτοις», καὶ τέλος «εἰς τᾶς χρυσᾶς Ἀθήνας», ποὺ τότε ἦταν τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ὁποία ἤκμαζαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι καὶ ὅπου συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ μαθητές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανός, τὸν ὁποῖον ὁ ὑπέρμετρος θαυμασμός του πρὸς τὴν ἐθνικὴ σοφία παρέσυρε στὸν πόλεμο κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ βρισκόταν ἤδη καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, μετὰ τοῦ ὁποίου συνδέθηκε μὲ στενὴ φιλία. Εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὸν ἱερό του σύνδεσμο μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο:
«Τὰ πάντα ἦμεν ἀλλήλοις, ὁμόστεγοι, ὁμοδίαιτοι, συμφυεῖς… ἴσαι μὲν ἐλπίδες ἦγον ἠμᾶς, πράγματος ἐπιφθωνοτάτου τοῦ λόγου, φθόνος δὲ ἀπήν, ζῆλος δὲ ἐσπουδάζετο, ἀγὼν δ’ ἀμφοτέροις, οὒχ ὅστις αὐτὸς τὸ πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἐτέρῳ τούτου παραχωρήσειεν. Μία μὲν ἀμφοτέρους ἐδόκει ψυχή, δυὸ σώματα φέρουσα, ἐν δ’ ἀμφοτέροις ἔργον: ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ ζῆν πρὸς τᾶς μελλούσας ἐλπίδας, πρὸς ὃ βλέποντες καὶ βίον καὶ πρᾶξιν ἅπασαν ἀπηυθύνομεν».
Ὁ Βασίλειος διδάχθηκε στὴν Ἀθῆνα ρητορική, φιλοσοφία, ἀστρονομία, γεωμετρία καὶ ἰατρική. Ἐπέστρεψε στὸν Πόντο, περὶ τὸ 356 μ.Χ., καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Καισαρείας Διανίου.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Αἴγυπτο, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη καὶ Συρία, γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς ἀσκητὲς καὶ καθηγητὲς τῆς ἐρήμου. Τότε, ἀφοῦ διένειμε καὶ αὐτὸς τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχούς, μόνασε στὸν Πόντο, κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, ἀσκούμενος στὴ μελέτη καὶ τὴν προσευχή.
Ἀργότερα τὸ 362 μ.Χ., χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἀναγκάστηκε νὰ φύγει στὸν Πόντο, λόγω τοῦ φθόνου τοῦ Ἐπισκόπου Εὐσεβίου. Ὁ Γρηγόριος συμβίβασε τὰ πράγματα μεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπέστρεψε τὸ 365 μ.Χ., γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο στὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν. Ἔγινε ἔτσι «σύμβουλος ἀγαθός, παραστάτης δεξιός, τῶν θείων ἐξηγητής, τῶν πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως ἔρεισμα».
Τὸ ἔτος 370 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Καισαρείας, παρὰ τὶς σφοδρὲς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν. Σὲ καιρὸ λιμοῦ προσέφερε στοὺς πάσχοντες κάθε εἴδους βοήθεια. Ἀγκάλιασε τοὺς γέροντες, τὰ παιδιά, τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ φρόντιζε καθημερινὰ γιὰ τὴν τροφή τους. Οἰκοδόμησε κοντὰ στὴν Καισάρεια ἕνα συγκρότημα πτωχοκομείου καὶ νοσοκομείου, τὴ Βασιλειάδα, ποὺ ἔγινε τὸ ταμεῖο τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας εἶχε νὰ ἀντιπαλέψει κατὰ πολλῶν δυσχερειῶν. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐαποφάσισε νὰ εἰσάγει μὲ τὴν βία στὴν Καππαδοκία τὸν Ἀρειανισμό. Γι’ αὐτό, τὸ 372 μ.Χ., ἔστειλε τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, γιὰ νὰ πείσει τὸν Ἅγιο νὰ δεχθεῖ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν. Μάταια προσπάθησε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο μεταχειριζόμενος κάθε μέσο: δήμευση τῆς περιουσίας, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατο. Ὁ Βασίλειος σὲ ἀπάντηση δήλωσε, ὅτι δὲν φοβᾶται ἀφοῦ περιουσία δὲν εἶχε, παρὰ μόνο λίγα παλαιὰ ἐνδύματα καὶ λίγα βιβλία, ἐξορία δὲν φοβᾶται, διότι ἡ γῆ ποὺ κατοικεῖ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία του καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι πάροικος καὶ παρεπίδημος, τὰ βασανιστήρια δὲν τὸν πτοοῦν, διότι τὸ ἀσθενικό του σῶμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει σὲ αὐτά, τὸ δὲ θάνατο θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη, διότι αὐτὸς θὰ τὸν ὁδηγήσει νωρίτερα κοντὰ στὸν Θεό. Ὁ Μόδεστος ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ γενναιοψυχία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ὅταν ᾖλθε στὴν Καισάρεια καὶ ἀντιλήφθηκε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Βασιλείου, τὸν ἄφησε ἀνενόχλητο στὸν ἐπισκοπικό του θρόνο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο: Ἦταν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Πέλαγος λαοῦ ἐγέμιζε τὸν ναό. Ἡ ψαλμῳδία καὶ ἡ εὐκοσμία τοῦ βήματος ἦταν ἀγγελικὴ μᾶλλον, παρὰ ἀνθρώπινη. Καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος προτεταγμένος τοῦ λαοῦ, ὄρθιος, ἀκλινὴς κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ὄψη καὶ τὴν διάνοια, «ἐστηλωμένος τῷ Θεῷ καὶ τῷ βήματι». Καὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτὸ καὶ στὸ ἄκουσμα «κατεβροντήθη».
Μὲ τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ πλοῦτο τῶν ἀρετῶν του καθοδήγησε τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κοσμημένος μὲ αὐτὲς ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον, τὸ 378 μ.Χ., λίγο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλεντος, σὲ ἡλικία 48 ἐτῶν.
Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό, προσῆλθαν στὴν κλίνη του ὅλοι σχεδὸν οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως. Ἐκεῖνος τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Προσευχόμενος στὸν Κύριο εἶπε: «Εἰς χεῖρας Σου Κύριε, παραθήσομαι τὸ πνεῦμα μου», καὶ κοιμήθηκε. Στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία συμμετεῖχαν μυριάδες λαοῦ καὶ τόσος ἦταν ὁ συνωστισμός, ὥστε πολλοὶ πέθαναν «ἐκ τῆς τοῦ ὠθισμοῦ βίας καὶ συγκλονήσεως». Ἡ Σύναξη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (Μεγάλη Ἐκκλησία). Ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Βασίλειο ὑπῆρχε στὸ παλάτι τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ σὲ αὐτὸν ἐκκλησιαζόταν ὁ αὐτοκράτορας τὴν 1η Ἰανουαρίου μέχρι τῆς ἀπολύσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, παραβάλλει αὐτὸν πρὸς τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν Σαμουήλ, τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατέλιπε πλῆθος σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποία, εὐτυχῶς, τὰ περισσότερα διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτοῦ, ποὺ τελεῖται καὶ σήμερα σὲ καθορισμένες ἡμέρες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους: τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὶς παραμονὲς τῶν τριῶν μεγάλων Δεσποτικῶν ἑορτῶν, Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Πάσχα (Μέγα Σάββατο), τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὴ Μεγάλη Πέμπτη. Κατὰ παλαιότερη διάταξη, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐτελεῖτο καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὸ πρῶτο δογματικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέγραψε ὁ Ἅγιος, ἔχει τὸν τίτλο «Ἀνατρεπτικὸς τοῦ ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσσεβοὺς Εὐνομίου». Περίφημα εἶναι καὶ τὰ ἀσκητικά, τὰ δογματικά, τὰ παιδαγωγικὰ συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὡς καὶ τὰ κηρύγματα, οἱ ὁμιλίες καὶ οἱ ἐπιστολὲς αὐτοῦ. Μέσα ἀπὸ αὐτὰ καταδεικνύεται ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ἦταν στὴν πραγματικότητα ὀργανωτὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ ἠθικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, στηρίζοντας τὴν ἠθικὴ δεοντολογία του, κυρίως στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἰδικότερα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο ἦταν τὸ ὑπέρτατο δογματικὸ κριτήριο καὶ ἀποτελοῦσε καθ’ ἑαυτὴν μυστήριο θείας οἰκονομίας καὶ ἀνθρώπινης σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς θεόπνευστο βιβλίο, προερχόμενο ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια θεωροῦσε ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τοῦ περιεχομένου αὐτῆς τὸ χάρισμα τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, πρέπει νὰ γίνεται μὲ βαθειὰ πίστη καὶ μέσα στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Ἡ ἑρμηνεία δὲ αὐτῆς ἀπέβλεπε κυρίως στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ τὴ σωτηρία αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ παράδοση τῆς πίστεως, ὅπως αὐτὴ παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἦταν ἀπαραίτητος ὁδηγὸς στὴν ἑρμηνεία καὶ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου• δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε• πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.


 


Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011:   ΠΡΟ ΦΩΤΩΝ

 Ο Απόστολος της Κυριακής
Προς Τιμόθεον Β΄ Επιστολή Παύλου (δ΄ 5-8)

Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον. Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τέκνον Τιμόθεε, νὰ εἶσαι σώφρων εἰς ὅλα, κακοπάθησε, κάμε ἔργον εὐαγγελισμοῦ, τὴν ὑπηρεσίαν σου κάνε εἰς τὴν ἐντέλειαν. Ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμά μου σὰν σπονδὴν καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἔφθασε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσθηκα, τὸν δρόμον ἐτελείωσα, τὴν πίστιν ἐτήρησα καὶ τώρα πλέον μοῦ ἀπομένει τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, τὸ ὁποῖον θὰ μοῦ δώσῃ ὁ Κύριος κατ’ ἐκείνην τὴν Ἡμέραν, ὁ δίκαιος κριτής, ὄχι μόνον δὲ εἰς ἐμὲ ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλους ποὺ θὰ ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐμφάνισίν του.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής
Κατά Μάρκον (α΄ 1-8)

Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
Ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Ἡ ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἔγινε σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένον εἰς τοὺς προφήτας: Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ πρετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου. Φωνὴ ἕνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημον· ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, κἀμετε ἴσιους τοὺς δρόμους του. Ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτιζεν εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐκήρυττε βάπτισμα μετανοίας πρὸς συγχώρησιν τῶν ἀμαρτιῶν.
Καὶ ἐρχότανε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐβαπτίζοντο ὅλοι ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἀφοῦ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των. Ὁ Ἰωάννης ἐφοροῦσε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ δερμάτινην ζώνην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ ἔτρωγε ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι.
Ἐκήρυττε καὶ ἔλεγε, «Ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σκύψω καὶ νὰ λύσω τὰ λουριὰ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του. Ἐγὼ σᾶς ἐβάπτισα μὲ νερό, αὐτὸς ὅμως θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Ἅγιον Πνεῦμα».


 

Ο ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἐπειδὴ μὲ τὸν πνευματικό του ἀγῶνα ἔφθασε στὸ ἄκρο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πρεσβυτέρας (Παλαιᾶς) Ρώμης, ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μιλτιάδη, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στὶς 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 314 μ.Χ.
Ἐποίμανε ἀξίως τὸ ποίμνιό του καὶ μὲ τὴν ἁγιότητά του ἐλάμπρυνε τὸν ἀποστολικὸ θρόνο του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἐπιδόθηκε μὲ περισσὴ φροντίδα στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μεταμορφώσει κατὰ Χριστὸν τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρὸς τὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ μὲ τὸ θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τὰ πάθη, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου Σίλβεστρου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτὰ ναούς, γιὰ νὰ ἑορτάζονται οἱ ἑορτὲς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπὸ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Πολέμησε δὲ ἰδιαίτερα τοὺς αἱρετικοὺς Δονατιστὲς καὶ ἐμεγάλυνε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας στὶς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολὴν ἐνδυσάμενος, ἱεραρχίας πιστῶς, ἀμέμπτως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, Πατὴρ ἡμῶν Σίλβεστρε· ἔχων γὰρ πολιτείᾳ, συνεκλάμποντα λόγον, θαύμασιν ἐβεβαίους, εὐσεβείας τὴν δόξαν, δι’ ἧς οὐρανίου δόξης, ὤφθης συμμέτοχος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν ἱερεῦσιν ἱερεὺς ἀνεδείχθης, τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοὺ θεοφόρε, τῶν Ἀσκητῶν συνόμιλος γενόμενος· ὅθεν συναγάλλῃ νῦν, τοῖς χοροῖς τῶν Ἀγγέλων, Πάτερ εὐφραινόμενος, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Σίλβεστρε Ῥώμης ἔνδοξε ποιμήν, σῶζε τοὺς πόθῳ, τελοῦντας τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς ἱεραρχίας σου τὴν στολήν, τρόποις ἐναρέτοις, καὶ θαυμάτων τῇ δωρεᾷ, εὐκλεῶς ποικίλας, πεποικιλμένος ἔβης, Σίλβεστρε Ἱεράρχα, πρὸς τὰ οὐράνια.



Επιμέλεια-Διανομή
: Καθεδρικός Ι.Ν. Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού
Design : ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ
Εάν δεν επιθυμείτε να λαμβάνετε το Ενημερωτικό, παρακαλούμε πατήστε εδώ
Εάν λαμβάνετε το Ενημερωτικό περισσότερες από μία φορά, παρακαλούμε πατήστε εδώ