ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω. 5, 1-15) (Πράξ. 9, 32-42)
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Ὑπάρχει «γιατί;»

Ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν παράλυτος τριανταοκτώ χρόνια καί τόν θεράπευσε ὁ Χριστός. Τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος. Πόσος πόνος. Πόνος σωματικός. Ἀλλά καί πόσος πόνος πνευματικός.

-Γιατί Θεέ μου; Γιατί αὐτός;

-Γιατί ἐγώ καί ὄχι κάποιος ἄλλος;

Στήν Λύδδα πάλι, ὅπως ἀκούσαμε στόν ἀπόστολο, ἦταν ἕνας ἄλλος παράλυτος ὀκτώ χρόνια ἀκίνητος στό κρεβάτι του. Φυσικά τό ἴδιο ἐρώτημα, ὁ ἴδιος πόνος. Γιατί Θεέ μου; (Πραξ. 9, 32-42).

Ἀλλά καί στήν Ἰόππη, πού εἶχε πάει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, βρῆκε πεθαμένη μία καλή γυναίκα, πού ἔκανε σέ ὅλη της τή ζωή ἔργα καλά. Ἐλεημοσύνες καί καλωσύνες. Δέν τό ἔλεγε ἡ ἴδια τό «γιατί». Τό ἔλεγαν οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά.

-Γιατί Θεέ μου αὐτή τήν καλή γυναίκα προστάτη καί παρηγοριά μας, τήν πῆρες;

Τότε, σήμερα καί πάντοτε ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος πόνο. Πόσοι ἀπό μᾶς δέν ἔχομε πεῖ ὅταν φεύγουν οἱ ἀγαπημένοι μας: «Γιατί Θεέ μου νά μᾶς φύγουν τόσο γρήγορα;»

 Πῶς γλυκαίνει ὁ πόνος

Καί μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ πόνου, ἐσωτερική καί ἐξωτερική, βλέπομε νά περνᾶ δίπλα μας ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός· ὅπως πέρασε τότε δίπλα στόν παράλυτο τῆς Ἱερουσαλήμ.

Στάθηκε δίπλα του καί τόν ρώτησε:

-Γιατί ἐδῶ; Πῶς ἐδῶ στήν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδά; Τί θέλεις; Θέλεις ὑγιής γενέσθαι; Θέλεις νά βρεῖς τήν ὑγεία σου;

Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος μέ τά μέτρα τά ἀνθρώπινα:

-Ναί, Κύριε, γι’ αὐτό ἦρθα. Ἀλλά μιά φορά τόν χρόνο θεραπεύει αὐτό τό νερό. Ἔτσι θέλει ὁ Θεός. Καί ὥσπου νά κουνηθῶ ἐγώ, ὁ παράλυτος, ἄλλος ἔχει μπεῖ μέσα καί ἄλλος παίρνει τήν ἴαση.

Τοῦ λέει ὁ Χριστός:

-Μή λές τέτοια πράγματα. Δέν μέ ξέρεις. Δέν μέ ἔχεις γνωρίσει ἀκόμη. Ἀλλά ἐγώ γιά σένα ἦλθα στόν κόσμο. Μή λές ὅτι δέν ἔχω κανένα. Ἔχεις ἐμένα. Καί τοῦ προσθέτει:

-Ἆρον σου τόν κράβαττον καί περιπάτει.

Λέει ἕνα τροπάριο: Ἡ δύναμη τῆς φωνῆς σου Κύριε, δέν μπόρεσε νά βρεῖ ἀντίσταση στήν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν δυνατώτερη ἀπό τήν φυσική του κατάσταση, ἀπό τήν ὁλοκληρωτική παράλυση. Τόν ἔκανε ἀμέσως ὑγιή.

Καί πῆρε τό κρεβάτι του, ὑπακούοντας στόν Χριστό καί ἔφυγε ὁ παράλυτος φορτωμένος.

Πόνος ἡ ἀρρώστια.

Διπλάσιος ὁ πόνος ὅταν εἶναι χωρίς παρηγοριά καί χωρίς συμπαράσταση ἀνθρώπου. Ὅταν ὅμως βρίσκει παρηγοριά καί συμπαράσταση, γλυκαίνει. Νά γιατί ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι ἅγιος τοῦ Θεοῦ θεσμός, μᾶς κάνει νά στεκόμαστε ὁ ἕνας δίπλα στόν πόνο τοῦ ἄλλου καί νά συμμετέχομε ὅσο μποροῦμε στίς θλίψεις του. Γλύκα ἡ ἀγάπη. Πίκρα καί χολή ἡ ἀστοργία.

Τί φοβερό πράγμα νά προτιμᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀγάπη τήν ἀστοργία.

-Ἐγώ, εἶμαι κοντά σου, εἶπε ὁ Χριστός στόν παράλυτο. Γλύκανε τόν ἐσωτερικό σου κόσμο καί τήν διάθεσή σου. Καί δίνοντάς του ἀπόδειξη καί σφραγίδα ὅτι ἤξερε τί ἔλεγε, τοῦ πρόσθεσε:

- Ἆρον τόν κράβαττόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου.

Τό ξαναλέμε: Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ἦταν δυνατώτερη ἀπό τήν ἀρρώστια. Ὁ παράλυτος σηκώθηκε, πῆρε τό κρεβάτι του καί πῆγε σπίτι του.          

Ὄνομα πού ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ ἅδη

Στήν Λύδδα ὁ Πέτρος βρῆκε τόν ἄλλο παράλυτο, μέ τά ἴδια προβλήματα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά. Στάθηκε δίπλα του καί τοῦ εἶπε:

-Αἰνέα, ἰᾶται σε ὁ Χριστός. Σέ θεραπεύει ὁ Χριστός. Μέ τό δικό του ὄνομα. Ἀλλά ὄχι ἐγώ. Ὁ Χριστός σέ θεραπεύει.

Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐκφωνούμενο ἀπό τόν ἅγιο ἀπόστολο Πέτρο, ἔκανε τό δεύτερο θαῦμα καί ἔγινε καλά ὁ Αἰνέας.

Ἔπειτα, πῆγε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν Ἰόππη, ὅπου βρῆκε τήν Ταβιθά, τήν εὐλογημένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἔκανε συνεχῶς καλές πράξεις, ἐλεημοσύνες καί καλωσύνες στούς πονεμένους, στίς χῆρες καί στά ὀρφανά. Μαζεύτηκαν οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά δίπλα στόν ἀπόστολο Πέτρο καί κλαίγοντας τοῦ ἔλεγαν «ἰδού εἶναι ὁ πόνος μας διπλάσιος καί ρωτᾶμε «γιατί;». Γιατί νά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή ἡ γυναίκα-παρηγορία μας; Ἦταν γιά μᾶς θάρρος καί ἐλπίδα»

Ὁ ἀπόστολος Πέτρος γονάτισε καί ἔκανε μία προσευχή. Τί προσευχή;

-Στέρξε Κύριε. Ἄκουσε, τήν φωνή μου, καί κάνε ἐκεῖνο πού θά πῶ νά ἀντηχήσει. Ποῦ νά ἀντηχήσει; Στόν Ἅδη νά ἀντηχήσει. Ὅπως ἀντήχησε ἡ δική σου φωνή στόν Ἅδη ὅταν στάθηκες μπροστά στόν τάφο τοῦ Λαζάρου. Καί ἀφοῦ γονάτισε καί προσευχήθηκε, σηκώθηκε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί εἶπε:

-Ταβιθά, ἔτσι ἦταν τό ὄνομά της, σήκω.

Καί ἄνοιξε τά μάτια της ἡ γυναίκα αὐτή ἀμέσως μέ τήν ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί βλέποντάς τον μπροστά της, σηκώθηκε ἀμέσως καί στάθηκε μέ εὐλάβεια μπροστά στόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ, τόν ἅγιο ἀπόστολο Πέτρο.

Ἐρώτημα: Γιατί καί πῶς;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Γιατί ἡ φωνή τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἐπικαλουμένου τόν Χριστό ἦταν δυνατώτερη ἀπό τήν πύλη, τήν κλεισμένη πύλη τοῦ Ἅδου. Καί ἀπό τόν θάνατο. Γι' αὐτό ἀναστήθηκε ἡ Ταβιθά.

Πόσο λάθος κάνομε ὅταν μετρᾶμε τά πράγματα μέ ἐκεῖνα πού βλέπουν τά μάτια μας καί μέ ἐκεῖνα πού ἀκοῦνε τά αὐτιά μας.

Τό σωστό εἶναι νά τά κρίνομε καί νά τά βλέπομε ὅλα μέ τό μέτρο ἐκεῖνο πού μᾶς λέει ὁ Κύριος μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός τῆς δόξης, ὁ Δημιουργός μας, σωτήρας μας καί λυτρωτής μας.

Τό γλυκύτερο πράγμα

Ἄς προσπαθήσομε νά βγάλομε μερικά διδάγματα.

Τό πρῶτο εἶναι: Στόν κόσμο ὑπάρχει πολύς πόνος. Τό ξέρουμε. Δέν χρειάζεται νά μᾶς τό πεῖ κανείς. Χρειάζεται ὅμως νά μᾶς πεῖ κάποιος τό «γιατί;».

Ἡ ἀπάντηση εἶναι: «Ἀπό τίς ἁμαρτίες μας».

Ὅσο πληθύνονται οἱ ἁμαρτίες, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο προοδεύει ἡ ἰατρική, πληθαίνουν καί οἱ ἀρρώστιες καί τό κακό καί ὁ πόνος. Ἄραγε εἴμαστε πιό εὐτυχισμένοι ἀπό τίς παληότερες γενεές ἤ ἔχουμε περισσότερο πόνο σήμερα;

Ὁ Θεός καί ὁ καθένας μας τό ξέρει.

Τό δεύτερο εἶναι, ὅτι ὅπως ὁ Χριστός ἦταν τότε κοντά σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔτσι καί σήμερα εἶναι κοντά μας.

Πρέπει νά προσέξομε. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ὅταν ὁ Χριστός εἶναι κοντά μας, τότε καταλαβαίνομε ὅτι τό ὡραιότερο πράγμα, εἶναι ἐκεῖνο πού τό θέλομε καί τό ζητᾶμε ὅταν πονᾶμε. Δηλαδή τά καλά ἔργα. Καταλαβαίνομε λοιπόν, ὅτι τό γλυκύτερο πράγμα εἶναι τά καλά ἔργα.

Γλυκύ πράγμα τό καλό ἔργο ὅταν τό κάνουν σέ σένα. Σέ γεμίζει θάρρος, παρηγοριά καί ἐλπίδα.

Ἀκόμα πιό γλυκύ εἶναι τό καλό ἔργο, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὅταν τό κάνεις ἐσύ· ὁ ἴδιος.

Τό καλό ἔργο, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος, γίνεται μέσα του ὄχι ἁπλῶς γλύκα γιά τήν καρδιά του, ἀλλά ποταμός ἀγάπης, χαρᾶς, καλωσύνης καί γλύκας, πού μπορεῖ νά γλυκάνει ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Ἐρώτημα: Ἐσύ, ψάχνεις νά δοκιμάσεις καί νά αἰσθανθεῖς αὐτή τήν γλύκα ἀπό τό καλό; Ψάχνεις νά βρεῖς τρόπο νά γλυκαθεῖ ὁ ἐσωτερικός σου κόσμος, ἡ καρδιά σου, νά σβύσει ἡ πίκρα τοῦ κακοῦ καί νά γεμίσει μέ καλό ἡ καρδιά σου; Ψάχνεις νά κάνεις καλά ἔργα;

Ὅταν ἀκούσομε ὅτι κάπου προσφέρεται μιά λιχουδιά, σέ κάποιο ἑστιατόριο λέμε:

-Ἐκεῖ νά δεῖς ἕνα φαΐ πού φτειάχνουν. Πᾶμε καί ἐμεῖς. Λιγάκι ἀκριβό εἶναι. Ἀλλά δέν πειράζει.

Καί πᾶμε καί ξεπουπουλιαζόμαστε γιά μιά γεύση πού κρατάει δύο λεπτά. Ἀπό ὅταν τό βάλεις μέσα στό στόμα σου, μέχρι πού νά τό καταπιεῖς.

Δέν εἶναι ἀστεῖο πράγμα νά ἀκοῦς νά σοῦ ἐγγυᾶται ὁ Χριστός, ἡ αἰώνια ἀλήθεια, ὅτι ὅποιος τηρεῖ τό ἅγιο θέλημά του καί κάνει τό καλό γεμίζει ἡ καρδιά του γλύκα καί ἐσύ νά μή θέλεις νά τό δοκιμάσεις, νά μή θέλεις νά κάνεις οὔτε ἔργα πίστεως οὔτε ἔργα καλωσύνης; Στέκει;

Γιατί τό ἔχουμε τό μυαλό; Γιά νά τό ἔχουμε μήπως στήν ἀποθήκη; Γιά νά τό χρησιμοποιοῦμε τό ἔχουμε, γιά τόν ἑαυτό μας, γιά τή ζωή μας, γιά τήν σωτηρία μας.

Καί νά τό ἀπασχολοῦμε μέ ἐκεῖνα πού μένουν, ὄχι μέ κεῖνα πού περνᾶνε, τά πρόσκαιρα. Ἀλλά γιά ἐκεῖνα πού ὅταν τά ἀποκτήσομε, δέν θά τά χάσουμε ποτέ.          

Ἡ ἀληθινή χαρά

Εἶπε ὁ Χριστός στόν παράλυτο:

-Ἴδε ὑγιής γέγονας. Σέ ἔκανα καλά. Μηκέτι ἁμάρτανε.

Τό πρῶτο βῆμα νά πᾶμε πρός τόν Χριστό, εἶναι νά ἀρχίσουμε νά λιγοστεύομε τίς ἁμαρτίες μας. Ὁ καθένας τίς ξέρει τίς δικές του ἁμαρτίες πολύ καλά. Δέν τίς βλέπει μέ τά μάτια γιατί δέν φαίνονται μέ τά μάτια. Ἀλλά τίς βλέπει μέ τήν καρδιά γιατί τόν τρώει ἡ συνείδησή του.

Πρῶτο λοιπόν βῆμα πορείας πρός τόν Χριστό εἶναι νά σταματήσουμε καί νά λιγοστεύσουμε τίς ἁμαρτίες μας. Ἅμα δέν τό κάνουμε, ἐγκληματοῦμε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Καί μετά, προχωρᾶμε κατά μίμηση τοῦ Κυρίου, πού ἔκανε ὅλο τό καλό. Καί κατά μίμηση τῆς ἁγίας Ταβιθά, γιά τήν ὁποία μᾶς μίλησε σήμερα ὁ ἀπόστολος. Καί κάνουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερα καλά ἔργα. Γιά νά γεμίσει γλύκα ἡ ζωή ἡ δική μας, ἡ καρδιά μας, ὁ ἐσωτερικός κόσμος μας καί ὁ κόσμος τοῦ περιβάλλοντός μας. Τῶν ἀνθρώπων τῶν δικῶν μας, τῶν γνωστῶν καί τῶν φίλων μας.

Τί χαρά σκορπάει ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει τήν γαλήνη καί τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι πονηρός καί φαῦλος στίς ἐπικοινωνίες καί στίς συναναστροφές του.

Τί χαρά εἶναι γιά ὅλους, ὅταν ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν διάθεση νά προσφέρει. Καί ὑλικά· μά προπαντός νά προσφέρει ἀγάπη ἄδολη καί λόγο τρυφερό, συμβουλῆς καί παρηγορίας.

Γι’ αὐτό, ἄς παρακαλέσουμε τόν Χριστό νά μᾶς δώσει ὁ ἴδιος, ὅπως ἔδωσε στόν παράλυτο τῆς Ἱερουσαλήμ καί στόν παράλυτο τῆς Τύρου, τόν Αἰνέα, λίγη γεύση τῆς γλύκας τῆς ζωῆς κοντά του, τῆς τήρησης τοῦ ἁγίου θελήματός του καί τῆς καλωσύνης πρός τούς τούς ἄλλους, γιά νά πάρουμε μπρός.

Νά ξεκινήσουμε νά κάνουμε ὅσο καλύτερα ἔργα μποροῦμε.

Μά γεννηθήκαμε χριστιανοί, ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο πού φαίνεται χριστιανικός. Τώρα θά ξεκινήσομε νά κάνουμε τό καλό;

Ἀλλοίμονό μας ἅμα εἶναι τώρα νά ξεκινήσουμε καί ἄν ἀκόμη δέν ἔχομε κάνει τίποτε.

Ἁπλῶς λέμε, τώρα νά σφίξομε πιό πολύ τά χέρια μας, τά δόντια μας καί τήν καρδιά μας καί νά ποῦμε:

- Τελείωσαν τά ψέματα. Τελείωσαν τά ψευτόλογα στόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά κάνουμε κάτι τό ἡρωικότερο καί γενναιότερο γιά τήν αἰώνια ζωή καί γιά τή ζωή κοντά στόν Χριστό. Ἀμήν.-



* Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου(),διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στό Καλογερικό στίς 29-4-2007