Τεύχος 52   02 Δεκεμβρίου 2011

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011 – Ι΄ ΛΟΥΚΑ

Ο Απόστολος
Προς Γαλάτας επιστολή Παύλου (γ΄23 - δ΄5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ' ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ' ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός.
Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

Ἀπόδοση στη νεοελληνική:

Ἀδελφοί, προτοῦ ἔλθῃ ἡ πίστις, ἐφρουρούμεθα κλεισμένοι κάτω ἀπὸ τὸν νόμον, μέχρις ὅτου ἀποκαλυφθῇ ἡ πίστις. Ὥστε ὁ νόμος ἦτο παιδαγωγός μας ἕως ὅτου ἔλθη ὁ Χριστός, διὰ νὰ δικαιωθοῦμε διὰ τῆς πίστεως. Τώρα δέ, ποὺ ἦλθεν ἡ πίστις, δὲν εἴμεθα πλέον ὑπὂ παιδαγωγόν, διότι διὰ τῆς πίστεως εἶσθε ὅλοι υἱοὶ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, διότι ὅσοι ἐβαπτισθήκατε εἰς τὸν Χριστόν, ἔχετε ἐνδυθῆ τὸν Χριστόν.
Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλλην, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄρρεν καὶ θῆλυ, διότι ὅλοι σεῖς εἶσθε ἕνας ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
. Ἐὰν δὲν εἶσθε τοῦ Χριστοῦ, ἄρα εἶσθε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, καὶ κληρονόμοι βάσει ὑποσχέσεως. Ἐκεῖνο ποὺ ἐννοῶ εἶναι ὅτι, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος εἶναι ἀνήλικος, δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν δοῦλον, ἂν καὶ εἶναι κύριος ὅλης τῆς περιουσίας, ἀλλὰ εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐπιτρόπων καὶ διαχειριστῶν μέχρι τῆς προθεσμίας, τὴν ὁποίαν ὥρισε ὁ πατέρας.
Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅταν ἤμαστε ἀνήλικοι, ἤμαστε ὑποδουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, τότε ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα καὶ διετέλεσε ὑπὸ τὸν νόμον, διὰ νὰ ἐξαγοράσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὸν νόμον, διὰ νὰ πάρωμεν τὴν υἱοθεσίαν.

Το Ευαγγέλιο
Κατά Λουκάν (ιγ΄ 10-17)

Τῷ καιρῷ εκείνω, Ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. Ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. Ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, ἐδίδασκε ἕνα Σάββατον ὁ Ἰησοῦς εἰς μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς. Καὶ ἦτο ἐκεῖ μιὰ γυναῖκα, ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀσθενείας ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἦτο σκυμμένη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθῇ ὅλως διόλου ὀρθή. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε, «Γυναῖκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου»· καὶ ἔβαλε ἐπάνω της τὰ χέρια, αὐτὴ δὲ ἀμέσως ἀνορθώθηκε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.
Ἔλαβε τότε τὸν λόγον ὁ ἀρχισυναγωγός, ἀγανακτισμένος διότι ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε κατὰ τὸ Σάββατον, καὶ εἶπε εἰς ἐκείνους ποὺ παρευρίσκοντο ἐκεῖ, «Ὑπάρχουν ἕξη ἡμέρες ποὺ ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία· τότε νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου». Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη, «Ὑποκριτά, δὲν λύνει καθένας ἀπὸ σᾶς, κατὰ τὸ Σάββατον, τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὸν σταῦλον καὶ τὸν φέρνει νὰ τὸν ποτίσῃ; Αὐτὴ δὲ ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ, ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του ἐντροπιάζοντο, ἐνῷ ὅλον τὸ πλῆθος ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ ἔνδοξα πράγματα ποὺ αὐτὸς ἔκανε.
 


ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου

Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἡ Μεγαλομάρτυς

Ἀποτελεῖ κόσμημα τῶν μαρτύρων τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας της ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἠλιουπόλεως καὶ ὀνομαζόταν Διόσκορος.
Μοναχοκόρη ἡ Βαρβάρα, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματός της, τὴν εὐφυΐα καὶ σωφροσύνη της. Στὴν χριστιανικὴ πίστη κατήχησε καὶ εἵλκυσε τὴν Βαρβάρα μία εὐσεβῆς χριστιανὴ γυναίκα. Τὴν ζωή της μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον ἡ Βαρβάρα περνοῦσε «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι». Δηλαδὴ μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα.
Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ καιρὸ μυστικό. Ὁ Διόσκορος ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του εἶναι χριστιανὴ καὶ ἐκνευρισμένος διέταξε τὸν αὐστηρὸ περιορισμό της. Ἀλλὰ ἡ Βαρβάρα κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε. Ὁ πατέρας της τότε ἐξαπέλυσε ἄγριο κυνηγητὸ μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπου κρυβόταν ἡ κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε καὶ τὴν συνέλαβε.
Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος καὶ πωρωμένος εἰδωλολάτρης πατέρας, παρέδωσε τὴν κόρη του στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό. Αὐτός, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν κατόρθωσε μὲ δελεαστικοὺς τρόπους νὰ μεταβάλει τὴν πίστη της, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Κατόπιν τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ ὁ Θεὸς θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς Βαρβάρας καὶ ἐνίσχυσε τὸ θάρρος της.
Τότε ὁ ἡγεμόνας θέλησε νὰ τὴ διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Ἀλλὰ ἐνῶ ἔβγαζαν τὰ ροῦχα της, ἄλλα ὡραιότερα ἐμφανίζονταν στὸ σῶμα της. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸ θαῦμα, διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ ἴδιος ὁ κακοῦργος πατέρας της, ἀνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ο βίος της Αγίας Βαρβάρας

Η Αγία Βαρβάρα έζησε το τέλος του 3ου αι. και αρχές του 4ου στην Ηλιούπολη, πόλη της Κοίλης Συρίας. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκουρος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη.
Οι ιστορικές πληροφορίες δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και στο φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Υποθέτουμε πώς είχε πεθανει. Η Βαρβάρα ήταν το μονακριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυία, σεμνότητα και σωφροσύνη.
Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι. Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η εμμονή της κόρης του να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπέθεσε όμως πώς ήταν μιά νεανική ιδιοτροπία και είχε την ελπίδα ότι αργότερα θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί.
Εν τω μετάξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη». Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκουρος γέμιζε πιό πολύ από ποικίλους φόβους και φαίνεται ο πιό μεγάλος του φόβος ήταν ορισμένοι ψίθυροι ότι η Βαρβάρα του συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Γι' αυτό και περιόρισε την ελευθερία της τόσο, όσο να μην την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στον Διόσκουρο, την συνόδευαν. Κατα την παράδοση, τόσο την περιόρισε, που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μεσα.
Οι φόβοι του όμως βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται κάποια από τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Αυτή λοιπόν η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στην χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με έναν ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Η Βαρβάρα ζεί τώρα πιά σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει όλο και πιό πολύ ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δέν έχουν καμμιά αξία μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζεί πιά χωρίς τον πραγματικό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Θυσίασε τα πάντα γιά να κερδίσει«τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και πρό παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά σκιρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις τού μαρτυρίου προκειμένου να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.
Ο Διόσκουρος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα γιά όλα αυτα που είχαν συμβεί, κάνει πρόταση γάμου στην Βαρβάρα. Εκείνη με σθένος του είπε: «Μη μού κάνεις ξανα λόγο γιά γάμο, γιατί τότε δεν θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Όμως είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο Χριστό, και ήδη ζούσε μέσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».
Ο Διόσκουρος αλλάζει τακτική. Της επιτρέπει πιά να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει όπου θέλει. Έτσι άρχισε να βγαίνει έξω και να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκόμενων χριστιανών. Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που μάθαινε την βοήθησαν πολύ να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη.
Ο πατέρας της έμαθε τώρα ότι η κόρη του ήταν χριστιανή. Αποφάσισε να φύγει προσωρινα για υποθέσεις του σε άλλη χώρα. Πρίν φύγει θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στούς τεχνίτες, με τις αναλογες οδηγίες και έφυγε. Κάποια μερα η Αγία κατέβηκε από τον πύργο και είδε το λουτρό. Καθώς το παρατηρούσε πρόσεξε ότι η οικοδομη είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τούς κτίστες και εκείνοι απάντησαν ότι αυτή την εντολή είχαν. Η Βαρβάρα τούς είπε να κάνουν και ένα τρίτο παράθυρο και αυτή θα είχε την ευθύνη.
Οι τεχνίτες υπάκουσαν και το έφτιαξαν. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένιωσε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δέ Πανάγαθος και Ελεήμων Θεός φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με Άγιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της για να ομολογήσει πέρα γιά πέρα την αλήθεια για τον αγαπημένο της Νυμφίο. Κάποια φορά που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο τού Σταυρού. Και ω τού θαύματος! Σάν να ήταν το δάκτυλό της μιά σμίλη από σίδερο και άνοιξε τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο να φαίνεται μεχρι σήμερα και να δοξάζεται η αδιαίρετη Αγία Τριάδα.
Ο πατέρας της επέστρεψε και έμαθε το γεγονός και από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι «οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».
Με αυτόν τον τρόπο αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. Ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα τότε είπε στον πατέρα της καθαρά πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση. Ακούγοντας αυτά ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Γι' αυτό της ζήτησε την επομένη να τον ακολουθήσει σε μιά ειδωλολατρική τελετή. Η Βαρβάρα αρνήθηκε και βλέποντας την αμετάκλητη απόφασή της φούντωσε από το κακό του. Άδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Λησμόνησε ότι ήταν σπλάχνο του και με την καρδιά του γεμάτη από φαρμάκι σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.
Συγκρατήθηκε όμως. Κι έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς εμποδίζεται, περιορισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω από τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Έτσι κατόρθωσε με την βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιό κοντινό βουνό.
Μόλις έφθασε εκεί σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και ζήτησε τη βοήθεια του Θεού να την γλιτώσει από τα χέρια του τυράννου πατέρα της. Και ο Θείος Δημιουργός δέν άργησε να απαντήσει. Την έκρυψε από τα φονικά χέρια του πατέρα της. Ο Διόσκουρος την χάνει από τα μάτια του. Συνεχίζει να την ψάχνει για να την βρει. Συναντά δύο βοσκούς και τους ρωτά άν είδαν μιά κοπέλλα. Ο ένας, καλοκάγαθος, προτίμησε να πεί ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος, άθλιος και πονηρός δέν μίλησε αλλά με το δάκτυλό του έδειξε το σημείο που ήταν κρυμμένη. Η καταδίωξη τού Διόσκουρου πέτυχε. Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πιά πατέρας, αλλά σωστος τύραννος. «Εξακολουθείς να επιμένεις;» της λέγει. «Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον Αληθινό Θεό». Τότε εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στην γή. Έδωσε εντολή να την οδηγήσουν ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να την φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας.
Κάθε δύο μέρες ο Διόσκουρος έπαιρνε μαζί του έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνη υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιο. Έτσι την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό με την κατηγορία ότι βρίζει τα είδωλα.Ο Μαρκιανός βλέποντάς την, προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. Η Αγία δεν δελεάστηκε με τίποτα. Τότε ο Μαρκιανός έδωσε εντολή να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Την γύμνωσαν, την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την κάνουν να νιώθει τους πόνους πιο δριμείς έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα.
Τόση ήταν η μαστίγωση που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε και κατατρυπήθηκε και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης που την βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε στη φυλακή. Εκεί μέσα μια παρήγορη φωνή της έδινε θάρρος και ένα γλυκύτατο φως φώτισε το δεσμωτήριο. Μονομιάς τα τραύματα της θεραπεύτηκαν. Απέκτησε μεγαλύτερη υπομονή και καρτερία. Χαιρόταν για τα παθήματα της. Περίμενε με χαρά νέα βασανιστήρια σαν να πήγαινε σε γάμο.
Αρχίζει η δεύτερη εξέταση. Αρνείται και πάλι τα είδωλα. Ομολογεί τον Χριστό και αρχίζουν σκληρότερα βασανιστήρια. Σ' αυτό το σημείο παρουσιάζεται και δεύτερη μάρτυς του Χριστού. Είναι η ενάρετη Ιουλιανή. Παρακολουθούσε τα μαρτύρια της Βαρβάρας και βλέποντας το αίμα να τρέχει άφθονο από όλο το σώμα της Αγίας δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει.
Ο Μαρκιανός διατάζει να κρεμάσουν και την Ιουλιανή και να της κάψουν τις σάρκες με αναμμένες λαμπάδες. Και οι δυο υπέμεναν τα τρομερά βασανιστήρια. Αμέσως διατάζει την μεν Ιουλιανή να την βάλουν φυλακή, την δε Βαρβάρα να την ξεγυμνώσουν και να την γυρίζουν στην πόλη γυμνή.
Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού για την Αγία μαρτυρίου, το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Προσευχήθηκε θερμά να μην πραγματοποιηθεί αυτό το μαρτύριο. Ο γεμάτος Θεός αγάπη όμως, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε την προσευχή της, και ώ του θαύματος ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Άλλα ρούχα πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με μανία της ξέσχιζαν.
Ο Μαρκιανός τυφλωμένος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα αυτά που συνέβαιναν και με περισσότερη λύσσα διέταξε να αποκεφαλίσουν και τις δύο μάρτυρες με ξίφος. Σε όλα αυτά τα μαρτύρια μπροστά ήταν και ο πατέρας της που ούτε καν πόνεσε. Μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σαν λυσσασμενο λιονταρι την κόρη του για να την οδηγήσει στον τόπο του αποκεφαλισμού και να την φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του.
Η Αγία χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητα, είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα «Πατέρα μου!». Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτακουστο μηνυμά του πάνω στη γη : «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκουρος ταράχτηκε και της είπε : «Δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω, θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι η μόνη μου ευτυχία». Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή μπροστα στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης. Την ίδια ώρα, ο δήμιος αποκεφάλισε και την Ιουλιανή. Και οι δύο στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο, η δε Αγία Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη τους στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ημέρα του μαρτυρίου τους.

 Πηγή: http://www.orthodoxifoni.com/2010/12/blog-post_04.html

Σύμφωνα με τον βιογράφο της Αγίας Βαρβάρας Συμεών, ο ίδιος ο πατέρας της την αποκεφάλισε ως "πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται". Την στιγμή όμως που είχε αποτελειώσει το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό κατά θεία δίκη.
Η σύνδεση της Αγίας Βαρβάρας με κεραυνό, προκάλεσε την επίκλησή της έναντι κεραυνού και φωτιάς από συσχετισμό και συντέλεσε στην ανακύρηξή της ως προστάτις Αγία του πυροβολικού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σ΄ άλλες Χώρες. Στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως Προστάτις του όπλου αυτού το 1828, οπότε και αναφέρεται η πρώτη σχετική τελετή με δοξολογία στην οποία έλαβαν μέρος αξιωματικοί και οπλίτες πυρβολητές. Παλαιότερα, "Αγία Βαρβάρα" ονόμαζαν οι ναυτικοί τις πυριτιδαποθήκες και τους χώρους πυρομαχικών των πολεμικών πλοίων.
Στις αγιογραφίες φέρεται πάντα ιστάμενη προ πύργου με τρία παράθυρα καθώς και με σύμβολα του πυροβολικού.
Κατά τον 9ο αιώνα έγινε ανακομιδή των λειψάνων της και η μεταφορά τους από την Βιθυνία στην Κωνσταντινούπολη. Κατά δε το 991 ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ δώρησε μέρος αυτών στους Βενετούς οι οποίοι και τα απόθεσαν στον Ναό του Αγίου Μάρκου.
Κατά το 12ο αιώνα, μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930, όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.
Λείψανο της Αγίας περιλαμβάνεται μεταξύ των 13 ιερών λειψάνων της ιστορικής λειψανοθήκης του Ιερομονάχου Καλλινίκου Βαρβατάκη ή Βαρβατόπουλου (ποιηθείσα το έτος 1817), η οποία πρόσφατα δωρήθηκε στο Ναό μας από ευλαβή οικογένεια του Χολαργού και παραμένει σ’ αυτόν ως πολύτιμος θησαυρός και πνευματική κληρονομιά.

http://www.faneromenihol.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1056:2011-10-09-20-18-49&catid=44:2010-07-09-08-43-43&Itemid=180

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε· ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύσῃ πρεσβεύειν, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον.
Βαρβάραν την Αγίαν τιμήσωμεν, εχθρού γαρ τας παγίδας συνέτριψε και ως στρουθίον ερρύσθη εξ αυτών, βοηθεία και όπλω του Σταυρού η πάνσεμνος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδώλων ἔλιπες σεβάσματα, μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βαρβάρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως κράζουσα σεμνή· Τριάδα σέβω, τὴν μίαν Θεότητα.

Μεγαλυνάριον.
Πατέρα λιποῦσα τόν δυσσεβῆ, ἐδείχθης θυγάτηρ, Βασιλέως τῶν οὐρανῶν, ὑπὲρ οὗ προθύμως, ἀθλήσασα Βαρβάρα, λυτροῦσαι πάσης νόσου, τοὺς προσιόντας σοι


Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυς

Μαρτύρησε μαζί με την Αγία Βαρβάρα.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Διαπρεπέστατος θεολόγος καὶ ποιητὴς τοῦ 8ου αἰώνα καὶ μέγας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας.
Γεννήθηκε στὴν Δαμασκὸ στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰώνα καὶ ἔτυχε ἐπιμελημένης ἀγωγῆς ἀπὸ τὸν πατέρα του Σέργιο, ποὺ ἦταν ὑπουργὸς οἰκονομικῶν τοῦ ἄραβα χαλίφη Ἀβδοὺλ Μελὶκ τοῦ Α’. Δάσκαλός του ἦταν κάποιος πολυμαθὴς καὶ εὐσεβέστατος μοναχός, ποὺ ὀνομαζόταν Κοσμᾶς καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ Σικελία. Ὁ Σικελὸς μοναχὸς πράγματι, ἐκπαίδευσε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν θετό του ἀδελφὸ Κοσμᾶ τὸν Μελῳδό, ἄριστα σ’ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς γνώσης.
Ὅταν πέθανε ὁ Σέργιος, ὁ γιός του Ἰωάννης, διορίστηκε χωρὶς νὰ τὸ θέλει, πρωτοσύμβουλος τοῦ χαλίφη Βελιδᾶ (705 – 715). Ἀργότερα, ὅταν ὁ χαλίφης Ὀμὰρ ὁ Β’ ἐξήγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰωάννης μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφὸ Κοσμᾶ (τὸν ἔπειτα ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ), ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Δαμασκὸ καὶ πῆγαν στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔγινε μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔμεινε σ’ ὅλη του τὴν ζωή, μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Στὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (726), πῆρε ἐνεργὸ μέρος. Καὶ ἐξαπέλυσε κατὰ τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα, τοὺς τρεῖς γνωστοὺς λόγους ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, πράγμα ποὺ θορύβησε τὸν Λέοντα.
Ὁ Ἰωάννης κατανάλωσε ὅλη του τὴν ζωὴ γιὰ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄφησε σὲ μᾶς θησαυροὺς ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Ἔζησε μὲ ὁσιότητα πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 749. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσημος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταῖς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἐλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν ὑμνογράφον καὶ σοφὸν Ἰωάννην, τῆς Ἐκκλησίας παιδευτὴν καὶ φωστῆρα, καὶ τῶν ἐχθρῶν ἀντίπαλον ὑμνήσωμεν πιστοί· ὅπλον γὰρ ἀράμενος, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, πᾶσαν ἀπεκρούσατο, τῶν αἱρέσεων πλάνην· καὶ ὡς θερμὸς προστάτης εἰς Θεόν, πᾶσι παρέχει, πταισμάτων συγχώρησιν.

Μεγαλυνάριον.
Ὑψηλῶν δογμάτων ἐρμηναυτά, ἱερῶν ᾀσμάτων, θεορρῆμον ὑφηγητά, χαίροις Ἰωάννη, ὁ πάντας διεγείρων, τοῖς μελιχροῖς σου ὕμνοις, πρὸς θείαν αἴνεσιν.


Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας

Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μπεζούλια τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων καὶ ἀνατράφηκε κατὰ Χριστὸν ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς γονεῖς του, Σωφρόνιο καὶ Μαρία.
Ἀγάπησε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν ἐπονομαζόμενη Κορῶνα ἢ Κρύα Βρύση καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Φαναριοῦ καὶ Νεοχωρίου.
Κατηγορήθηκε ὅτι πῆρε μέρος στὴν ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Φιλοσόφου, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ποὺ μάταια προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι μπροστὰ στὴ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ Ἱερομάρτυρα, ὑπέβαλαν σ’ αὐτὸν φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποία μεγάλωναν, ἐφ’ ὅσον ὁ Σεραφεὶμ διαρκῶς ἀρνιόταν νὰ προδώσει τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πίστη του. Ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν μύτη καὶ ἐπανειλημμένα τὸν παρουσίασαν στὸν κριτή, ἀρνούμενος νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν ἐκτέλεσαν στὶς 4 Δεκεμβρίου 1601 μὲ σουβλισμὸ καὶ κατ’ ἄλλους μὲ ἀπαγχονισμό.
Ἡ τιμία κεφαλή του, ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ τῆς Κρύας Βρύσης, ὅπου εἶχε μονάσει ὁ Ἅγιος.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναρίου τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνης τὸ κλέος, Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν· ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεάς, καὶ λυτροῦται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον
Καὶ Φαναρίου τὸν ποιμένα τὸν θεόκριτον
Ἀνυμνήσωμεν ἐν ᾄσμασι θεοφθόγγοις·
Ἀνατείλας γὰρ ἐσχάτως δι’ ἀθλήσεως
Καταυγάζει Ὀρθοδόξων τὰ πληρώματα,
Χαίροις λέγοντα, Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε.

Μεγαλυνάριον.
Χρίσματι ἁγίῳ τελειωθείς, θερμῶς ἀναδέχῃ, τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ· οὑ γὰρ ἐπῃσχύνθης, τὸν εὐαγῆ ἀγῶνα, ὦ Σεραφεὶμ διό σε, Χριστὸς ἐδόξασε.


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος

Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῇ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτοντας τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του Ἑρμία. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, δυσαρεστηθεὶς ὁ Σάββας ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἑρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τὸν κόσμο καὶ εἰς ἠλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπό 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποία θὰ ἔφθανε, τὸν χαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔκβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβὴς, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.
Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τὴν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοξενήθηκε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457. Παρὰ τὰς προτροπάς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλό του νὰ συναριθμηθῇ μὲ τοὺς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν Μέγαν Εὐθύμιο.
Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύρα του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββα, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα στὸν Σάββα νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν δικήν του Λαύραν καὶ θὰ γινόταν νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας τὸν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τήν ὑπακοὴν προσθέτοντας τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογην διαγωγήν.
Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸ του τὴν ὑψηλοτάτη ἀρετὴ τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖο προσευχόταν καὶ ἐργαζόταν καὶ μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε στὴν Μονήν, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.
Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν θέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Κοινόβιο, ἀλλὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὰς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καὶ Κουτυλᾶ, τὴν ἴδια περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον πάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον τὸ ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ ἢρχισαν νὰ συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμὸν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τὸ Θεόκτιστο σπήλαιον, τὸ ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφὴν γιὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.
Θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσου θεικοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.
Ἡ ἐπὶ γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στὸ φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημο βορειοανατολικὰ τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καὶ τοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα.
Μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ποὺ ὑπαγόταν εἰς τὴν Ἁγία Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.
Τὸ ἔτος 494 ἤρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.
Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιο, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τὴν Νέαν Λαύραν· καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς βοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.
Τὰ ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιαν ἱστορίαν.
Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512 ὅπου κατόρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορία τοῦ Ἠλία.
Ὅταν τὸ ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλία, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 516, διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στίγμην κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.
Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασία τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποιὸν νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!
Ἡ χάρις του ἔφτασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρία στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοὺ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520.
Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα σήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνη καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ στὴν Μεγίστην Λαύραν.
Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἰς τὴν Βενετία τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τὴ Μεγίστη Λαύρα.
Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη τὸ ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους, η περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξις τῆς δόξης καὶ παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καὶ καθοριστικὸ παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμη ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνη κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρὰ τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα· ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ὁσίων ἀκρότης καὶ Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος, ὡς ἡγιασμένος ἐδείχθης, ἐκ παιδὸς Σάββα Ὅσιε· οὐράνιον γὰρ βίον ὑπελθών, πρὸς ἔνθεον ζωὴν χειραγωγεῖς, διὰ λόγου τε καὶ πράξεως ἀληθοῦς, τοὺς πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀπὸ βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος
Προσενεχθεῖς δι’ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε
Τῷ σὲ πρὶν γεννηθῆναι ἐπισταμένω
Ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα
Πολιστὴς τε τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος·
Διὸ κράζω σοι, χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης ὑποτύπωσις καὶ κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, ὁσίων πατέρων, ῥυθμίζων καὶ ἰθύνων, πρὸς κλῆρον ἀφθαρσίας, τοὺς πειθομένους σοι.
 


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας

Ὁ Κύριος, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του, εἶπε: «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστι» (Λουκᾶ, στ’ 36). Νὰ γίνεσθε δηλαδή, σπλαγχνικοὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ συμπονετικοὶ στὶς δυστυχίες του καὶ τὶς ἀνάγκες του, καθὼς καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι εὐσπλαχνικὸς πρὸς ὅλους. Μιὰ τέτοια προσωποποίηση τῆς χριστιανικῆς εὐσπλαχνίας ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Νικόλαος.
Ἔδρασε τὴν ἐποχὴ τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ, Μαξιμιανοῦ καὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στὴν ἀρχὴ ἀφιερώθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο, λόγω ὅμως τῆς ξεχωριστῆς ἀρετῆς του τιμήθηκε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει, μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Μύρων. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ καθοδηγοῦσε μὲ ἀγάπη τὸ ποίμνιό του καὶ ὁμολογοῦσε μὲ παρρησία τὴν ἀλήθεια.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς ἄρχοντες καὶ ρίχτηκε στὴν φυλακή. Ὅταν ὅμως ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐλευθερώθηκαν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ καὶ ἔτσι ὁ Νικόλαος ἐπανῆλθε στὸ ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο. Μάλιστα ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου ξεχώρισε γιὰ τὴΝ σοφία καὶ τὴν ἠθική του τελειότητα.
Προικισμένος μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ἔσωσε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅσο ἦταν ἐν ζωῇ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Γιὰ παράδειγμα ὅταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στὴ θάλασσα – λόγω σφοδρῶν ἀνέμων – καὶ ἐπικαλέστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου σώθηκε καὶ μάλιστα ἐνῶ βρισκόταν στὴν μέση τοῦ πελάγους βρέθηκε ἀβλαβὴς στὸ σπίτι του. Τὸ θαῦμα ἔγινε ἀμέσως γνωστὸ στὴν Πόλη καὶ ὁ λαὸς προσῆλθε ἀμέσως σὲ λιτανεία καὶ ἀγρυπνία προκειμένου νὰ τιμήσει τὸν θαυματουργὸ Ἅγιο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ο βίος του Αγίου Νικολάου

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός.
Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακρυά από συζητήσεις απρεπείς. Δεν ήθελε ποτέ του άτακτες παρέες. Προτιμούσε, αντί των παιγνιδιών, τις συναναστροφές των ηλικιωμένων. Κοντά στους μεγάλους και στους γέροντες άκουε συμβουλές και παραδείγματα, πού τον ωφελούσαν ψυχικά. Άκουε για τους εχθρούς, πού απειλούν την ψυχή και το χαρακτήρα του ανθρώπου. Μάθαινε για τις παγίδες, πού στήνει ο σατανάς στη ζωή των εναρέτων κι έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα.
Όταν όμως ήταν αρκετά μικρός, ο ένας μετά τον άλλο πέθαναν οι ευσεβείς γονείς του, αφήνοντάς του αρκετή περιουσία. Μπορούσε τώρα με αυτή να ζήσει και να καλοπεράσει ο Νικόλαος. Μπορούσε να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα το δεχόταν ποτέ. Ποτέ δεν έβαζε τον εαυτό του μπροστά. Αυτός σκεπτόταν τους άλλους. Ο νους του έτρεχε στους δυστυχείς, στους ασθενείς, στους φτωχούς, στους αδικημένους και τους πεινασμένους, που ήταν παιδιά του Θεού και αδέλφια δικά του.
Πώλησε, λοιπόν, την περιουσία του και την διέθεσε όλη για τις ανάγκες των φτωχών και αδυνάτων. Έθρεψε, με το αντίτιμο της περιουσίας, ορφανά και χήρες.Έντυσε γυμνούς, δυστυχισμένους. Ανακούφισε απελπισμένους.

Σώζει τρεις αγνές νέες
Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να περνούν και πάλι μια ζωή άνετη!
Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ’ ένα μαντήλι τρακόσια χρυσά νομίσματα, τρακόσιες σημερινές λίρες, σαν να πούμε, και μόλις νύκτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο.
Το πρωΐ που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κι όλας ημέρα πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου…
Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τρακόσια νομίσματα σ’ ένα μαντήλι και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας.
Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη.
Από την ημέρα όμως εκείνη επρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε.
Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ’ ένα μαντήλι άλλα τρακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι.
Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον κτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε, ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά.
Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία.

Σταματάει την τρικυμία
Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους τόπους. Τη νύκτα βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες:
- Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στο Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα.
Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο.
Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν.

Ανασταίνει τον ναύτη
Την ώρα όμως της μεγάλης τρικυμίας κάποιος ναύτης ανέβηκε στο κατάρτι, για να δέσει τα σχοινιά. Κατεβαίνοντας όμως έπεσε στο κατάστρωμα του πλοίου και έμεινε νεκρός. Ο Άγιος Νικόλαος παρακάλεσε τότε τον Θεό να τον αναστήσει. Και ω του θαύματος! Ο πεθαμένος ναύτης αναστήθηκε σαν να ξύπνησε από ελαφρό ύπνο.

Εκλέγεται Αρχιερεύς
Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του βίου του.
Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, εκοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα.
Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλουσίους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους.

Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ραπίζει τον Άρειο
Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στην Αλεξάνδρεια ένας άνθρωπος μορφωμένος, που τον έλεγαν Άρειο. Αυτόν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο άγιος Πέτρος ο μάρτυς, τον χειροτόνησε Διάκονο. Εκείνος όμως άρχισε μετά την χειροτονία του να λέγει πράγματα αιρετικά. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα του Θεού. «Ην καιρός, ότε ουκ ην ο Υιός…».
Όταν το έμαθε ο Αρχιερεύς, τον έδιωξε από διάκονο. Μετά τον θάνατο όμως του Αγίου Πέτρου, ανέλαβε Πατριάρχης, ο Αχιλλάς. Αυτός έφερε τον Άρειο σε θεογνωσία και τον χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Αλεξανδρείας. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ορθοφρονούσε ο ασεβέστατος Άρειος. Μόλις όμως πέθανε ο Αχιλλάς, κι έγινε Πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος πάλιν άρχισε να κηρύττει τις αιρετικές του δοξασίες.
Ο Πατριάρχης τότε τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε. Αυτός όμως, εξακολουθούσε να διαδίδει την αίρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα με τη μόρφωσή του και την πονηράδα του και μερικούς Αρχιερείς: τον Ευσέβιο Νικομηδείας, τον Παυλίνο Τύρου, τον Ευσέβιο Καισαρείας και πολλούς άλλους κληρικούς.
Η αίρεση πλάτυνε σαν κολλητική αρρώστεια από την Αλεξάνδρεια σ’ όλη την Αίγυπτο και την Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη.
Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος για να σταματήσει το σάλο και το κακό, συνεκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Εκεί μαζεύτηκαν 318 άγιοι Πατέρες.
Ακούστηκαν ακαταμάχητα επιχειρήματα και φλογεροί λόγοι, που απογύμνωσαν την πλάνη και την αίρεση του Άρειου. Εκείνος όμως δεν παραδεχόταν τίποτε. Αντίθετα προσπαθούσε με τη ρητορική του δεινότητα να μπερδέψει και να αποστομώσει τους Αγίους Πατέρες.
Τότε τον Άγιο Νικόλαο κατέλαβε ιερά αγανάκτησις. Σηκώθηκε από τη θέση του πλησίασε τον Άρειο και από θείο ζήλο πλημμυρισμένος, του έδωσε ένα δυνατό ράπισμα. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή προς τον αυτοκράτορα και τους άλλους αρχιερείς γι’ αυτό και αφού του αφαίρεσαν το ωμοφόριον, τον έριξαν στη φυλακή. Την νύκτα όμως μέσα στην φυλακή, φάνηκε ο Χριστός και η Θεοτόκος που του πρόσφεραν ένα Ευαγγέλιο και ένα ωμοφόριο.
Την άλλη ημέρα, πήγαν μερικοί και του μετάφεραν φαγητό. Τον βρήκαν όμως λυμένο από τα δεσμά. Φορούσε μάλιστα το ωμοφόριόν του και διάβαζε το Ευαγγέλιον που κρατούσε στα χέρια του.
-Πού τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησαν.
Και ο Άγιος τους είπε όλη την αλήθεια. Αυτό το έμαθε ο βασιλεύς και τον έβγαλε από την φυλακή. Του ζήτησε συγχώρεση, καθώς και οι λοιποί Πατέρες. Η φυλάκισή του, ίσως, ήταν η αιτία για την οποία δεν αναφέρεται τ’ όνομά του και η υπογραφή του στα Πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Μετά τη Σύνοδο, επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς στις επαρχίες τους και ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα. Παρ’ όλο το βάρος των ετών εξακολουθούσε να εργάζεται εντατικά για την Χριστιανική προκοπή του ποιμνίου του και για τα έργα της φιλανθρωπίας.

Ο άγιος σώζει τρεις στρατηγούς από άδικο θάνατο
Τρεις γενναίοι στρατηγοί, αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα άγιο Κωνσταντίνο, οι Νεποτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, συκοφαντήθηκαν στον αυτοκράτορα και τον επίτροπό του Αβλάβιο ως στασιαστές. Ρίχτηκαν γι’ αυτό το λόγο στη φυλακή. Το βράδυ πριν από την ημέρα της εκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ο άγιος Νικόλαος στο όνειρο τόσο του αυτοκράτορα όσο και του επιτρόπου του και απειλώντας τους με τιμωρία αν σκότωναν τους αθώους, πέτυχε την απελευθέρωσή τους. Ήταν ακόμα εν ζωή ο άγιος Νικόλαος.
Το περιστατικό αυτό περιγράφεται σε ένα στιχηρό της ακολουθίας του εσπερινού του αγίου:
«Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί, συν τω Αβλαβίω κατ’ όναρ και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή της ειρκτής ους κατέχετε δεσμίους αδίκως, αθώους τυγχάνοντας της παρανόμου σφαγής. Όμως αλλ’ εάν παρακούσης, έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Κύριον δεόμενος».

Η κοίμησίς του
Η εσωτερική αγιότης του Αγίου Νικολάου ξεχυνόταν στη μορφή του. Μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει, μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω και αν πρώτη φορά τον έβλεπε, από την Αγία του μορφή.
Τόσο δε το πρόσωπό του έλαμπε και ήταν σοβαρό, στοχαστικό, και επιβλητικό, που πολλές φορές μερικοί, που τον συναντούσαν στο δρόμο επέστρεφαν στη θεογνωσία, χωρίς να τους διδάξει. Η παρουσία του τούς έπειθε. Λυπημένοι, που πήγαιναν να πουν το παράπονό τους σ’ αυτόν, μόνο που τον έβλεπαν, τους έφευγε η λύπη και τους ερχόταν η χαρά.
Αλλά ήταν κι αυτός άνθρωπος κι έπρεπε να φύγει από τον κόσμο αυτό. Το 330 μ.Χ. αρρώστησε για λίγο και κοιμήθηκε εν ειρήνη. Προτού όμως πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που ήρχοντο να παραλάβουν την αγιασμένη του ψυχή. Τότε είπε τον ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε, επί σοι ήλπισα». Όταν έφθασε στο «εις χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου» έκλεισε τα μάτια του. Ήταν η 6η Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός στα Μύρα, η δε κηδεία του έγινε πάνδημη και μεγαλοπρεπής.
Κάτω στη γη θρηνούσαν γιατί έχασαν τέτοιο ποιμένα και διδάσκαλο. Επάνω στον ουρανό πανηγύριζαν άγγελοι και αρχάγγελοι, όσιοι, μάρτυρες και διδάσκαλοι, γιατί δέχθηκαν τέτοιον Άγιο.
Η Εκκλησία στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο κατέταξε τον Άγιο Νικόλαο μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων, ως ισαπόστολον. Γι’ αυτό κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται με τους Αποστόλους. Και οι άνθρωποι με τα τροπάρια που έχει η Εκκλησία μας, την ημέρα αυτή του ζητούν τη βοήθεια.

Το Άγιο λείψανό του
Το χαριτόβρυτο σώμα του, εναπετέθη στα Μύρα. Οι χριστιανοί έκτισαν εκεί μεγάλο ναό επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Από δε το σώμα του ανάβλυζε ιαματικό μύρο. Γι’ αυτό τον λένε και Μυροβλήτη.
Το 1118, επί Αλεξίου Κομνηνού, οι Άραβες ερήμωσαν πολλές πόλεις και μαζί μ’ αυτές και τα Μύρα. Έμεινε μόνο η Επισκοπή και ο ναός του Αγίου που παρέμειναν ως μοναστήρι μέχρι το 1460.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, από την πόλη Μπάρι της Ιταλίας, μετέφερε το λείψανο του αγίου εκεί. Στο Μπάρι έκτισαν αργότερα και ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και σώζεται.
Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Η μνήμη του Αγίου Νικολάου τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 20 Μαΐου γιορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του.

Ο Άγιος Νικόλαος ο Στρειδάς
Στο Άγιον Όρος υπάρχει ένα μοναστήρι, που ονομάζεται του Σταυρονικήτα. Ένα μικρό και φτωχό μοναστηράκι τιμημένο στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Το μοναστήρι αυτό, στην αρχή κτίστηκε εις μνήμην του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Στον καιρό των εικονομάχων όμως, οι μοναχοί έρριξαν πολλές εικόνες στη θάλασσα για να μην τις μολύνουν τα χέρια των εικονομάχων. Μια από τις εικόνες εκείνες, ήταν του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται σήμερα στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα και που είναι μια από τις θαυματουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Το μοναστήρι αυτό το έκαψαν κάποτε οι κουρσάροι. Ο Πατριάρχης, ο Ιερεμίας ο Παλαιός, θέλησε να το ξανακτίσει στο όνομα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κι ενώ οι κτίστες άρχισαν το κτίσιμο, οι μοναχοί έρριψαν τα δίκτυα στη θάλασσα για να πιάσουν ψάρια. Όταν όμως τράβηξαν τα δίκτυα βρήκαν μέσα σ’ αυτά το θαυματουργό εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο μέτωπο του ήταν κολλημένο ένα στρείδι. Όταν το τράβηξαν για να το ξεκολλήσουν συνέβη κάτι το συγκλονιστικό. Έτρεξε αίμα από την πληγή που άνοιξε το στρείδι! Απ’ αυτό το θαύμα, ονομάσθηκε, Άγιος Νικόλαος Στρειδάς. Και η ονομασία αυτή παραμένει μέχρι σήμερα.
Η εικόνα αυτή είναι πολύ παλαιά. Είναι φτιαγμένη όχι με ζωγραφική, είναι ψηφιδωτή. Τέτοιες εικόνες μωσαϊκές, όπως τις λέμε, έχουν φιλοτεχνηθεί σε τοίχους αρκετών ναών. Τέτοιες υπάρχουν στο Δαφνί, στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, στην Αγγελόκτιστη στο Κίτι και αλλού. Φιλοτεχνημένες όμως σε ξύλινα, μικρά εικονίσματα υπάρχουν πολύ λίγες.
Μόλις είδε ο Πατριάρχης το θαύμα αυτό του εικονίσματος, αφιέρωσε το καινούριο μοναστήρι που κτιζόταν, στ’ όνομα του Αγίου Νικολάου και όχι του Προδρόμου. Το θαύμα αυτό συνέβη στα 1553.

Πηγή: http://www.xristianos.net/?p=1326

Εξέταση λειψάνων για ανάπλαση προσώπου

Ο νέος τάφος του Αγίου Νικολάου στο Μπάρι ανοίχτηκε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου του 1953, επειδή έπρεπε να γίνουν αναστηλωτικά και αναπαλαιωτικά έργα στη Βασιλική του Αγίου Στεφάνου. Με την ευκαιρία αυτή έγινε αναγνωριστικός έλεγχος και καταμέτρηση των οστών που βρέθηκαν στον τάφο από τον καθηγητή της Ανατομίας του Πανεπιστημίου του Bari, Luigi Martino, με τη βοήθεια του Δρ. Venezia Luigi. Μετά, τα λείψανα τοποθετήθηκαν σε γυάλινη κάψα και τέθηκαν σε προσκύνημα στη Βασιλική του Αγίου.Το 1957, ο ίδιος καθηγητής, με τον ίδιο βοηθό πραγματοποίησαν μια δεύτερη εξέταση των λειψάνων, τα οποία αμέσως μετά τοποθετήθηκαν στη σαρκοφάγο από όπου τα είχαν βγάλει αρχικά. Επρόκειτο για μια «ανατομική ανθρωπολογική μελέτη, που απέβλεπε στον προσδιορισμό και την αποτύπωση της εικόνας και των χαρακτηριστικών των οστών και κυρίως στην ανασύνθεση της φυσικής εμφάνισης ή ακόμη και της εικονογραφικής μορφής του ατόμου, στο όποιο άνηκαν τα υπό εξέταση οστικά λείψανα».
Η εξέταση απέδειξε ότι πολλά τμήματα των οστών έλειπαν, και ότι η κάρα είχε διατηρηθεί καλύτερα από τα υπόλοιπα. Παράλληλα, όταν ανοίχτηκε ή σαρκοφάγος, τα οστά βρέθηκαν βουτηγμένα σ’ ένα υγρό διαυγές, άχρωμο και άοσμο, σαν νερό που βγαίνει από βράχο. Όσα οστά βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του υγρού, που έφτανε στα 2-3 εκ. μ. από τον πυθμένα της σαρκοφάγου, ήταν υγρά όπως και τα εσωτερικά τοιχώματα της. Επίσης από αυτό το υγρό ήταν γεμάτες οι μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστών. Η εξέταση του υγρού στα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Bari έδειξε ότι επρόκειτο για νερό καθαρό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς. Οι ρωμαιοκαθολικοί του έχουν δώσει τη χαρακτηριστική ονομασία «Manna». Τα σχετικά Αγιολογικά κείμενα λένε ότι και όταν οι βαρηνοί ναύτες έσπασαν την πλάκα, του τάφου του Αγίου στα Μύρα, για να πάρουν τα λείψανα, τα βρήκαν μέσα σε «Θείο μύρο», (άλλοι γράφουν Sanctus liguor ή oleum). Σύμφωνα με τον ερευνητή καθηγητή, η ύπαρξη του υγρού αυτού στη σαρκοφάγο επέδρασε ευεργετικά στην καλύτερη συντήρηση των οστών όλους αυτούς τους αιώνες που πέρασαν. Η μελέτη των οστών έδειξε ότι ο κάτοχός τους έπασχε από αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα και διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση. Θεωρείται ότι αυτά πρέπει να κληροδοτήθηκαν στον Άγιο από κάποια υγρή φυλακή, όπου θα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία, όπως μαρτυρούν τα σχετικά αγιολογικά κείμενα.Ο ίδιος καθηγητής εκτέλεσε ανάπλαση της μορφής του αγίου Νικολάου με βάση τα οστά της κάρας του, και το αποτέλεσμα έμοιαζε με τη μορφή του αγίου όπως εικονίζεται στο Παρεκκλήσιο του Άγ. Ισιδώρου της Βασιλικής του Άγ. Μάρκου Βενετίας

Πηγή: http://el.orthodoxwiki.org/

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητας, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, πηγάζεις Νικόλαε, τῇ οἰκουμένῃ ἀεί, θαυμάτων τὰ ῥεύματα· παύεις τῶν πολυπλόκων, πειρασμῶν τὰς ἐφόδους, σώζεις τοὺς ἐν κινδύνοις, ὡς θερμὸς ἀντιλήπτωρ· διό σου τὴν προστασίαν, πάντες κηρύττομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας, τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου· ἔσωσας, τοὺς ἀθώους ἐκ τοῦ θανάτου· διὰ τοῦτο ἡγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον.
Ὀρφανῶν προστάτην σε καὶ χηρῶν, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ῥύστην, πλεόντων τε σωτῆρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ, σοφέ Νικόλαε.


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων

Ὁ Ἀμβρόσιος, διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης, γεννήθηκε περίπου τὸ 340 μ.Χ.
Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία καὶ νομικά. Στὰ Μεδιόλανα ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικαστή. Φύλασσε μὲ λόγια καὶ ἔργα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπέδιδε ἀντικειμενικὰ τὴν δικαιοσύνη , ἂν καὶ δὲν εἶχε βαπτισθεῖ ἀκόμα χριστιανός. Ὅσον ἀφορὰ σ’ αὐτὸ ὅμως, ἀπαντᾶ ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς:
«Ἀλλ’ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι». Δηλαδή, σὲ κάθε ἔθνος, ὅποιος σέβεται τὸν Θεὸ καὶ πολιτεύεται στὴν ζωή του μὲ δικαιοσύνη, εἶναι δεκτὸς ἀπ’ Αὐτὸν καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρέσει σ’ Αὐτόν.
Καὶ πράγματι, ὁ Ἀμβρόσιος μὲ τὴν ζωή του ἄρεσε στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ βαπτισθεῖ χριστιανός, νὰ γίνει ἔπειτα ἀναγνώστης, καὶ ἀφοῦ μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα πέρασε ὅλους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμούς, μετὰ ἀπὸ ἀπόφαση τοῦ βασιλιὰ Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Α’, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων. Σὰν Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀμβρόσιος ποίμανε ἄριστα τὸ ποίμνιό του, ἀγωνίστηκε κατὰ τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ καὶ στὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο δὲν ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθει στὸ ναό, παρὰ μόνο ὅταν μετάνιωσε εἰλικρινὰ γιὰ τοὺς φόνους ποὺ ἔκανε στὸν Ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ Ἀμβρόσιος απεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 397 μ.Χ., σὲ ἡλικία 57 χρονῶν.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε Ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τὴν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τοὺς σὲ γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐσεβείας δόγμασι περιαστράπτων, ὡς φωστὴρ ἐξέλαμψας, τῇ οἰκουμένῃ ἐκ Δυσμῶν, καταφωτίζων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις Πατέρων τὸ κλέος Ἀμβρόσιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στῦλος ὄντως ὁ θεαυγής· χαίροις Ὀρθοδόξων, δογμάτων μυστολέκτα, Ἀμβρόσιε τρισμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.
 


Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου

Ὁ Ὅσιος Πατάπιος

Γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε «πνεῦμα ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ». Δηλαδή, πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνεῦμα ποὺ σωφρονίζει, ὥστε φρόνιμα καὶ συνετὰ νὰ κυβερνᾶ τὸν ἑαυτό του, ἀποφεύγοντας κάθε ἠθικὴ παρεκτροπή, διατηρώντας τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ συγχρόνως παραδειγμάτιζε καὶ τοὺς συνανθρώπους του.
Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε ἀκόμα περισσότερο, ὅταν μεγάλωσε. Ἀφοῦ διαμοίρασε τὴν κληρονομιά του στοὺς φτωχούς, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ γέμιζε τὸν χρόνο του μὲ προσευχή, μελέτη καὶ ἀγαθοεργίες. Σὲ κάθε κουρασμένο ὁδοιπόρο ποὺ περνοῦσε ἀπὸ τὸ κελί του, πρόσφερε ἀνάπαυση καὶ φιλοξενία. Ἀλλὰ ἐκμεταλλευόμενος τὴν εὐκαιρία του παρεῖχε μὲ διάκριση καὶ πνευματικὲς ὁδηγίες καὶ συμβουλές, χρήσιμες γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἔτσι, ἡ φήμη τοῦ Παταπίου ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ κάθε μέρα πολλοὶ ἔφθαναν στὸ κελί του γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ χείλη του ἐπωφελὴ διδασκαλία.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὁ Πατάπιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, θέλοντας νὰ μείνει ἄγνωστος, ἐξέλεξε ἕνα ἡσυχαστήριο στὶς Βλαχερνές. Ὅμως, ἡ ταπεινὴ καὶ καθαρὴ ζωὴ τοῦ Παταπίου, τὸν ἀξίωσε νὰ θαυματουργεῖ. Ἔτσι καὶ πάλι ἔγινε γνωστὸς καὶ πέθανε θεραπεύοντας ἀρρώστους.


Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας κλήσεως, ἰχνηλατήσας, ἐκ νεότητος, τὰς ἐπιδόσεις, δι’ ἀσκήσεως τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας· καὶ δοξασθεὶς ἀπαθείας ταῖς χάρισι, πάθη ποικίλα ἰᾶσαι Πατάπιε. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λουτρακίου τὸ κλέος, Κορινθίας τὸ καύχημα, καὶ τῶν ἀρετῶν τὸ δοχεῖον, θεοφόρον Πατάπιον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς· ἰάσεις γὰρ παρέχει δαψιλεῖς, τοῖς τῇ θήκῃ τοῦ λειψάνου αὐτοῦ πιστῶς, προστρέχουσι καὶ κράζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν ναόν σου Ἅγιε, πνευματικὸν ἰατρεῖον, οἱ λαοὶ εὑράμενοι, μετὰ σπουδῆς προσιόντες, ἴασιν, τῶν νοσημάτων λαβεῖν αἰτοῦνται, λύσιν τε τῶν ἐν τῷ βίῳ πλημμελημάτων· σὺ γὰρ πάντων τῶν ἐν ἀνάγκαις, προστάτης ὤφθης, Πατάπιε Ὅσιε.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῦ Παρακλήτου δοξασθεὶς τῇ θείᾳ χάριτι
Τῶν ἰαμάτων ἀναβλύζεις τὰ δωρήματα
Τοῖς τῷ θείῳ σου λειψάνῳ προσερχομένοις.
Ἀλλ’ ὡς πάντων τὰ αἰτήματα δωρούμενος
Πάσης θλίψεως καὶ νόσου ἀπολύτρωσαι
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Πατάπιε.

Μεγαλυνάριον.
Βίον θεοτύπωτον ἐκ παιδός, Πάτερ ἀγαπήσας, ἐξενώθης τῶν γεηρῶν· ὅθεν ᾠκειώθης, τῷ ξένοις θαυμασίοις, Πατάπιε πλουσίως σὲ μεγαλύναντι.
 


Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου

Σύλληψις Ἁγίας Ἄννης

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν σύλληψη τῆς Ἁγίας Ἄννης, μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ Κύριος μας, προετοιμάζοντας τὴν ἐπίγεια κατοικία Του, ἔστειλε ἄγγελο στὸ ταπεινὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα γιὰ νὰ προμηνύσει τὴν γέννηση τῆς Θεομήτορος. Ἡ Παρθένος Μαρία γεννήθηκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, σύμφωνα μὲ τὶς χριστιανικὲς παραδόσεις. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Θεὸς χάρισε στὸν Ἰωακεὶμ καὶ στὴν Ἄννα τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μέσω τῆς ὁποίας ἔμελλε νὰ ἀποκτήσει σάρκα ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου -, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτός της καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού.
Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) [1]. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ.
Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της [2]. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορρίπτει το δόγμα της “ασπίλου Συλλήψεως” που κατοχύρωσε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1858, χωρίς ωστόσο να μειώνει την τιμή της Θεοτόκου. Διότι, σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν κληρονομούμε την προσωπική ευθύνη της αμαρτίας του Αδάμ, αλλά απλώς τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος: τον θάνατο, την φθορά και τα αδιάβλητα πάθη (συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής μέσω της σαρκικής ένωσης) που δημιουργούν στον άνθρωπο μια ροπή προς την ηδονή. Για τον λόγο αυτό, οι Ορθόδοξοι δεν έχουν καμιά δυσκολία να αναγνωρίσουν ότι η Θεοτόκος ήταν κληρονόμος, όπως όλοι μας, των συνεπειών της παρακοής του Αδάμ (μόνος ο Χριστός ήταν απαλλαγμένος), αλλά ότι ήταν ταυτόχρονα και αγνή και αναμάρτητος σε προσωπικό επίπεδο, αφού εν ελευθερία διαφυλάχθηκε από όλες τις έλξεις του κόσμου και των παθών, και εκουσίως συνεργάσθηκε στην εκπλήρωση του σωτηρίου σχεδίου του Θεού, υπακούοντας με πραότητα στην βούλησή Του: Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά του ρήμα σου, απάντησε τον Άγγελο (Λουκ. 1,38).
[2] Αυτό είναι το νόημα των Εισοδίων της Θεοτόκου, που εορτάζουμε στις 21 Νοεμβρίου.

{Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 93-95)}

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2009/12/09/syllipsis-agias-annas/

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται· τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης, εἰσακούων Θεός, παρ’ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτούς, σαφῶς ὑπισχνεῖται Θεόπαιδα, ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος, βροτὸς γεγονώς, δι’ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ· χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Βουλῇ τῇ θεϊκῇ, ἡ θεόκλητος Ἄννα, δεσμῶν στειρωτικῶν, λυτρωθεῖσα ἐν γήρᾳ, ἀξίως συνέλαβε, τὴν τὸν Λόγον κυήσασαν· ἣν θεώμενος, Ἰωακεὶμ ὁ θεόφρων, ἀνεβόησε· Τὶς ἀνυμνήσει Οἰκτιρμόν, βυθὸν τῆς προνοίας σου;

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ· καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε, τὴν ὑπὲρ λόγον τὸν Λόγον κυήσασαν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν θεοχάλκευτον λυχνίαν καὶ ἑπτάφωτον
Τῇ θεϊκῇ ἐπαγγελίᾳ ἐκομίσασθε
Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα μετ’ εὐφροσύνης.
Ἀλλ’ ὡς θεῖοι τοῦ Παντάνακτος Προπάτορες
Ἀπὸ πάσης ἡμᾶς ῥύσασθε κακώσεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος θεόλεκτον.

Μεγαλυνάριον.
Σήμερον ἡ Ἄννα ἡ εὐκλεής, φύσεως τοῖς νόμοις, συλλαμβάνει θείᾳ βουλῇ, τὴν τὸν Θεὸν Λόγον, ὑπερφυῶς τεκοῦσαν· τὴν σύλληψιν οὖν ταύτης φαιδρῶς αἰνέσωμεν.


Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ Προφήτιδα Μητέρα τοῦ Προφήτη Σαμουήλ

Ἦταν στείρα γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ βυθίστηκε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἡ ψυχή της ποθοῦσε νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα δικό της παιδί. Ἀλλὰ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ στείρωση παρέμενε. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἡ Ἄννα, ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἐλκανᾶ, γιοῦ τοῦ Ἱερεμεήλ, ἀπὸ τὴν Ἀρμαθαίμ, εἶχε συνεχὴ ἐλπίδα στὸν Θεό. Καὶ κάθε χρόνο, ἀνέβαινε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου στὴν Σηλῶ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεῖες. Ὁ καλός της σύζυγος Ἐλκανᾶ, προσπαθοῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει, ἀλλὰ ἡ Ἄννα ἦταν ἀπαρηγόρητη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει παιδὶ καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀφιέρωνε σ’ Αὐτόν.
Ἡ θερμὴ προσευχή της εἰσακούστηκε καὶ ἡ Ἄννα συνέλαβε. Ἔκανε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Σαμουήλ. Μετὰ τὴν ἀπογαλάκτιση τοῦ παιδιοῦ, οἱ δυὸ γονεῖς ἀνέβηκαν στὴν Σηλῶ μαζὶ μὲ τὸν Σαμουὴλ καὶ μὲ ὅτι ὅριζε ὁ νόμος σ’ αὐτὲς τὶς περιστάσεις. Ἐκεῖ ἡ εὐσεβὴς Ἄννα ἔφερε τὸ παιδάκι της στὸν ἱερέα Ἠλί, γιὰ νὰ τὸ ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Καὶ γεμάτη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ εἶπε τὸν ὑπέροχο ὕμνο:
«Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ’ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου».
Μετὰ ἀπ’ αὐτό, ἡ θεία χάρη εὐλόγησε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσεβὴ ἀφοσίωση τῆς Ἄννας ἀκόμη περισσότερο. Τῆς χάρισε τρεῖς ἀκόμα γιοὺς καὶ δυὸ θυγατέρες. Καὶ πραγματοποιήθηκε ἔτσι ἡ προφητική της ἐνόραση, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν». Γιὰ τὴν Ἄννα αὐτή, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε πολλὲς καὶ λαμπρὲς ὁμιλίες.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
 


Σάββατο 10 Δεκεμβρίου

Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Ἑρμογένης καὶ Εὔγραφος

Ὁ Μηνᾶς ἦταν Ἀθηναῖος καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του εἰδωλολάτρης. Ὅταν ὅμως ἐκπαιδεύτηκε καὶ μορφώθηκε ἀρκετά, διαπίστωσε ὅτι ἡ πολυθεΐα ἦταν μᾶλλον ψέμα καὶ πλάνη. Στὴν μελέτη τῶν φιλοσόφων ἐπίσης, δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ κάτι τὸ ἀληθινό. Τότε προχώρησε στὴν μελέτη χριστιανικῶν συγγραμμάτων. Ἔπειτα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου καὶ βρῆκε αὐτὸ ποὺ τὸν γέμιζε ψυχικά, δηλαδὴ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι, ὁ Μηνᾶς ἔγινε χριστιανός.
Ἀργότερα, ὁ βασιλιὰς Μαξιμίνος (311 – 313), μὴ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, τὸν ἔκανε ἔπαρχο Ἀλεξανδρείας. Ἀλλὰ ὅταν ὁ βασιλιὰς αὐτὸς διέταξε διωγμοὺς στὴν πόλη αὐτή, ὁ Μηνᾶς ὄχι μόνο δὲν ἐξετέλεσε τὴν διαταγή, ἀλλὰ καὶ συνετέλεσε νὰ πληθυνθοῦν οἱ χριστιανικὲς τάξεις.
Τότε ὁ Μαξιμίνος ἔστειλε νέο ἔπαρχο, τὸν Ἀθηναῖο λόγιο Ἑρμογένη. Αὐτός, τηρώντας τὸ γράμμα τοῦ νόμου, βασάνισε σκληρὰ τὸν Μηνᾶ καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ μέσα ἀπὸ τὶς πληγές του. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ὅταν ὁ Ἑρμογένης ἔστειλε νὰ διαπιστώσουν ἂν καὶ πότε πέθανε ὁ Μηνᾶς, διαπίστωσαν ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ καὶ οἱ πληγές του θεραπεύθηκαν. Τότε δημόσια τὸν ρώτησε πὼς ἔγινε αὐτό. Ὁ Μηνᾶς ἀπάντησε ὅτι θεραπεύθηκε τὴν ὥρα ποὺ πεσμένος στὸ ἔδαφος ἔψαλλε: «Ἐὰν πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὗ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ Κύριε». Ἐὰν δηλαδὴ ἀντικρίσω τὸν θάνατο, δὲ θὰ φοβηθῶ μήπως πάθω κακό, διότι σὺ εἶσαι μαζί μου, Κύριε.
Ἡ ἀπάντηση εἶχε ως ἀποτέλεσμα να πιστέψει ὁ Ἑρμογένης και νὰ γίνει χριστιανὸς καὶ μαζί μ’ αυτόν και ένας διακεκριμένος πολίτης, ὁ Εὔγραφος και όλοι μαζί να μαρτυρήσουν λίγο αργότερα για τον Χριστό, με δι’ αποκεφαλισμού θάνατο.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ καλλικέλαδος, θεόφρον γλῶσσά σου, λαμπρῶς κηρύξασα, Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, συναθλητάς σοι εὐκλεεῖς, εἱλκύσατο ἐν σταδίῳ, Μηνᾶ παμμακάριστε, Ἑρμογένην τὸν ἔνδοξον, καὶ τὸν θεῖον Εὔγραφον, μεθ’ ὧν χαίρων ἠγώνισαι. Καὶ νῦν τὴν Παναγίαν Τριάδα, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκδυσωπεῖτε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Μηνᾶν τὸν θαυμαστόν, Ἑρμογένην τὸν θεῖον, καὶ Εὔγραφον ὁμοῦ, ἱεραῖς μελῳδίαις, τιμήσωμεν ἅπαντες, ὡς τιμήσαντας Κύριον, καὶ ἀθλήσαντας, ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ χορείαν, τὴν ἀσώματον, ἐν οὐρανοῖς πεφθακότας, καὶ θαύματα βλύζοντας.

Μεγαλυνάριον.
Ὤσπερ λιγυρόφθογγος ἀηδών, Μηνᾶ τὸν τῶν ὅλων, διαγγείλας Δημιουργόν, Εὔγραφον τὸν θεῖον, ὁμοῦ σὺν Ἑρμογένει, συμφύτους ἐπεσπάσῳ, τῷ θείῳ σκάμματι.
 


 

Επιμέλεια-Διανομή: Καθεδρικός Ι.Ν. Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού
Design : ΑΔΑΜ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ
Εάν δεν επιθυμείτε να λαμβάνετε το Ενημερωτικό, παρακαλούμε πατήστε εδώ
Εάν λαμβάνετε το Ενημερωτικό περισσότερες από μία φορά, παρακαλούμε πατήστε εδώ